Κοιτούσε με ηρεμία την ομίχλη
που είχε καλύψει το πρόσωπό της
απ ' τον ψυχρό καθρέφτη του συνοδηγού.
Τα μαύρα ανέκφραστα γυαλιά της
έκρυβαν περίτεχνα
την μελαγχολία στο βλέμμα της
και ίσως και κάποιο δάκρυ
που την πίεζε άκομψα να εξέλθει.
Ακουμπισμένο το δεξί της χέρι
στην άψυχη σιδερένια πόρτα του αυτοκινήτου
δεόταν διακριτικά για εκείνη
να πάρει μακριά την συννεφιά των ματιών της
η καλοσύνη και η μεγαλοψυχία του σιωπηλού δάσους.
Κάποιος ποιητής λέει
πολλά χρόνια αργότερα
θα προσπαθούσε μάταια με τους στίχους του
να κάνει την μούσα του να χαμογελάσει.
Και τούτο το παράπονό του
έγινε η ισόβια σκιά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου