Σε εύθραυστο τσόφλι τυλιγμένες οι μέρες
σύννεφα φορτωμένα μαύρα κοράκια
μια φωλιά ζητώ
να στεγάσω τις θύμισες
ω, περιούσιες περασμένες στιγμές
μύρο ψυχής ποτισμένες
χαϊδεύω τις ουλές των καιρών
το φάλτσο των περασμένων
πώς να ξεχάσω;
Να θυμηθώ μόνο να βάλω σε τάξη
τους ανένταχτους στίχους
όταν λουλούδιαζε η ζωή
τα χαμομήλια στον ήλιο όταν λιάζονταν
όταν ναρκισσιστικά ο ήλιος καθρεφτιζόταν στη θάλασσα
τα μάτια σου όταν έσταζαν ποιήματα
και τα χείλη σου ψιθύριζαν μεθυσμένα
πως σαλαγούσαμε μεθυσμένοι τα κύματα
κι εσύ να φαντάζεσαι φτερά που θα άπλωνες
στα όνειρα
ω! νέοι καιροί
αόρατοι εχθροί με νύχια μαχαίρια
σφράγισαν το στόμα του νυχτολούλουδου
που μύρωνε τις νύχτες
τα ξέφτια του μάζεψε το τελευταίο φθινόπωρο
σήκωσε ότι είχε όμορφο απομείνει
από το πανωφόρι του χρόνου
κι άφησε έναν ανελέητο χειμώνα
να γεμίσει θάνατο τις ρωγμές
να φυλακίζει τη ζωή
να σφραγίσει τα στόματα
Μαύρα πουλιά οι σκέψεις
Φρουφρουρίζουν στην κάμαρη
Μόνο τα μάτια απορρημένα απόμειναν να κοιτούν
ένα οργουλιανό σκηνικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου