Πνιγμένα στα σύννεφα δυο χέρια αγκαλιά με το αόριστο.
Υπηρέτησα ελπίδες ανασκάπτοντας το alter εγώ μου
σε διαδρόμους γυαλιστερούς θλιβερής αφασίας.
Κύκνοι μαύροι τώρα πλέουν αργά
τα φτερά τους να αφήσουν στη μαγεία των βούρλων
Απ' τα ψηλά τα καλάμια ξεχωρίζουν του καπνού οι καμπύλες οι άσωτες.
Η ζωή, ξεχειμώνιασε λέει
και η ρόδα προγκά για να μπει, σε αυτόφωτες πίστες παράξενες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου