Ο αχός τ’ αναπόφευκτου,
σα φιδιού συριγμός,
σαν της νύχτας λυγμός,
σαν του πλοίου τον ήχο
σ’ ομιχλώδες τοπίο σε φτάνει…
Κατακλύζει τ' αυτιά με φωνές
και αρχίζουν τριγμοί στο σκαρί της ζωής
κι η καρδιά ιχνηλάτης ανιχνεύει ξανά
στεγανά και δε βρίσκει την άκρη
κι όλα γύρω θυμός, ξεπεσμός
κι ασπασμός στου νεκρού το κρεβάτι...
Σε μια ρότα παλιά με σπασμένα κουπιά
μια βραχώδης σκιά, σηκώνει παντιέρα…
Προκαλεί, απειλεί, με μια νότα βιολί,
να πλανέψει το νου, να σε πάει αλλού
να σε ρίξει σε κώμα...
Μένεις πάντα πιστός, θεατής, αρωγός
σε ταξίδι που δε σου ανήκει,
με προσφάγι ξερό, με κορμί δανεικό
κι ένα σπίτι, πάντα στο νοίκι.
Και σε βρίσκει ο χαμός μες στα λάθρα,
να σου κλείσει και πάλι τα μάτια...
Μες στη δίνη σκιρτάς, ευλογία ζητάς
και υψώνεις τα χέρια.
Δε σε σώζει κανείς, είσαι μόνος θαρρείς
ξεχασμένος στ’ αστέρια.
Μετανάστης γυρνάς και κρατάς ανοικτό,
στον τρελό το ρυθμό, κάποιας έρημης
χώρας -χωρίς καν την Ελπίδα-
το κουτί της Πανδώρας...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου