Όταν σε μια στιγμή αυτοαμφισβήτησης κοίταξα το παράθυρο
Διαπίστωσα ένα περβάζι στενάχωρο
Ίσως να έφταιγε η δύση και η παρέα της
-Ένα ψιλόβροχο διόλου αθώο-
Οι περαιτέρω αναλύσεις ψύχραναν κάπως το διαυγές στο τζάμι
Ζωγραφίστηκε κι ένα βλέμμα πορτοκαλί αγιοσύνης
Τέτοια γαλήνη
Αυτομολήθηκαν ορμητικά οι κάθε τύπου ερωτήσεις
Ίσως από σεβασμό και στις παλιές μου θυσίες
Από καιρό εις καιρόν ονομάστηκαν “επιθυμίες”
Στα σκληρά χρόνια “ανάγκες”
Λανθασμένη η μετάφραση και στις δύο χρονικές συνθήκες
Εντέλει, οι κουρτίνες ματαιοπόνησαν το σκοτάδι;
Επιλογές, μου είπαν, στην ίδια τη συχνότητα
-Ενοχή;
-Όχι, όχι
Απλά κατανόηση μιας αναπόφευκτης ιεραρχίας
Λαχτάρας αυγή
Μεσαιωνική κατοχή
και…
Τέλος
Τέλος“σκέτο”, ακόσμητο
Ίσως ένα “τίποτε” να εξοστράκιζε το πλάτος του
Κα μετά;
Μετά τι;
Λέγεται: έπεται η αναγέννηση
Πολύ μετά
Κάποτε- κάποτε και στο “ποτέ” το απέλπιδο
Μέχρι τότε, ξεπληρώνεις, γιατρεύεις, υπομένεις
Συγχωρείς που επέτρεψες, που ανέχτηκες
Που υπήρξες ένας άλλος Εσύ
Και όλα τούτα για το σημερινό “Τίπότα”
Αυτό το “τίποτα” το μοναδικό ανοστάλγητο της ζωής
Ξανακοίταξα το περβάζι
Εντέλει δήλωσε ένοχο
Γεωργία Σχοιναράκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου