Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Και κάπως έτσι, χάθηκα στ’ άγνωστα νερά σου (Παντελής Χατζηκυριάκου)



Είχε πάρει να βραδιάζει κι εγώ βρισκόμουν ακόμη εκεί. Ξεχασμένος, από νωρίς, στην εξώπορτα της πολυκατοικίας να παρακολουθώ την καταιγίδα. Μαρμαρωμένος, κάτω από το ημίφως, βυθισμένος σε συναισθηματικά τέλματα κι επιλογές που ποτέ δε μου βγήκαν.

Πόσο καιρό είχα να αφεθώ στην αίσθηση μιας τέτοιας στιγμής; Βλέπεις μικρή μου, μπορεί ανέκαθεν η επαφή μου με τη φύση να αποτελούσε κίνητρο για μελαγχολία κι εσωτερικές εξορμήσεις, αλλά πάντα υπήρχε ένας λόγος για να αποφύγω μια τέτοια ενδοσκόπηση. Πάντα έβρισκα μια δικαιολογία για να μην κοιτάξω μέσα μου και αντικρίσω ολόγυμνη την αιτία που είχα τόση ανάγκη από αυτή την απόδραση. Το λόγο για τον οποίο ανέβαλα συνεχώς τη μεγάλη ανατροπή κρυμμένος πίσω από φθηνά προσχήματα και φυγόπονες προφάσεις.

Στεκόμουν εκεί. Παγωμένος, στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ζωής που πάντα λαχταρούσα και της πραγματικότητας που με διέλυε αργά και βασανιστικά. Όρθιος, γεμάτος πληγές, παγιδευμένος στο λαβύρινθο της ατολμίας και του φόβου για το αβέβαιο. Εγκαταλελειμμένος από κάθε αίσθηση, με το βλέμμα χαμηλά, στοιχειωμένο από δεύτερες σκέψεις και καταπιεσμένα συναισθήματα. Ένα βήμα με χώριζε από όλα αυτά που καρτερούσα. Μια απόφαση. Μια κουβέντα που θα στήριζα επιτέλους στην πράξη ήταν το εισιτήριο για ένα καλύτερο αύριο.

Είχα ξεμείνει από χρόνια να περιμένω ένα σημάδι. Ένα κάλεσμα που θα μου έδινε τη δύναμη και το θάρρος να αποτινάξω τις αλυσίδες της επιφυλακτικότητας και της αδυναμίας και να τις βροντήξω επιτέλους στο πάτωμα σπασμένες. Να συνθλίψω τα δεσμά του συμβιβασμού και της αναβλητικότητας και να αδράξω επιτέλους την απρόβλεπτη και περιπετειώδη ζωή. Να ρισκάρω, να τολμήσω, να κερδίσω. Μια αφορμή περίμενα καρδιά μου. Ένα σου μήνυμα, που ήρθε τελικά την πιο κατάλληλη στιγμή.

Σήκωσα το βλέμμα μου και είδα τα προδομένα όνειρά μου να χορεύουν ξέφρενα και καταμουσκεμένα. Έκλεισα τις γροθιές μου και μέσα τους συνέτριψα κάθε ενδοιασμό και κάθε αμφιβολία. Βγήκα στο δρόμο και άφησα τη βροχή να κυλήσει στο σώμα μου καθάρια και να ξεπλύνει τις ανασφάλειες και τους δισταγμούς μου. Έκλεισα τα μάτια, άνοιξα τα χέρια, πήρα μια βαθιά ανάσα· και χάθηκα στα άγνωστα νερά σου.

Παντελής Χατζηκυριάκου



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου