Της θαλάσσης εγώ μαύρο κύμα
έχω κάνει εχθρούς, πώς να ζήσω ;
Μεγαλώνω γοργά κι είναι κρίμα,
δεν προφταίνω συγνώμη ν’ αφήσω
ως να φτάσω σ’ ακτή και να σβήσω,
των κανόνων κι εγώ είμαι θύμα…
Της θαλάσσης που ο Αίολος αγγίζει
με πνοές, που στο βάθος θεριεύουν
και τη δόλια ψυχή συγκλονίζει
για τα πλοία που μ’ άγρια παλεύουν
στοιχειά, την χαρά που του κλέβουν,
να σαρώσει καθώς στροβιλίζει.
Της θαλάσσης που μέσα αναδεύει
το αρχέγονο σπέρμα κι ευθύνη
που ‘ν’ ευθύνη δοτή και παιδεύει
κι εγώ κύμα καρπός απ’ τη δύνη
και του έρωτα πάθους για κείνη
που αν κορέσει, για λίγο μερεύει.
Η σελήνη και τ’ άστρα του νότου
μαρτυρούν, τέτοιο πάθος δεν σβήνει
ένα σμίξιμο αιώνιο αφ’ ότου
ο Αίολος την θάλασσα πίνει
και μεθάει και το σπέρμα του αφήνει
σαν φτηνός εραστής λάμψης κρότου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου