Είναι και κείνες οι
στιγμές που θέλω να κλάψω. Όχι για τα σπουδαία που έχασα. Ούτε γι αυτά που ποτέ
δε θά 'ρθουν. Μα ούτε και γιατί μετάνιωσα. Έτσι ήρεμα θέλω να κλάψω. Χωρίς να το
ψάξω πολύ. Χωρίς να μπω σε λεπτομέρειες. Δεν αντέχω να βαρύνω άλλο με θύμησες.
Απλά ν ανοίξουν οι βρύσες και να φύγουν αυτά που φόρτωσα στη ψυχή μου. Με
κανέναν δεν τα βάζω. Λίγο με τον εαυτό μου που μεταμορφώνομαι σε αέρα. Και τ
απολαμβάνω η αλήθεια είναι. Μα όταν σταματάω είναι δύσκολο να μαζέψω τους
σωρούς τριγύρω μου. Εκεί μπερδεύεται το πράμα. Τι να κρατήσω, τι ν αφήσω, τι να
χαϊδέψω, τι να ξεριζώσω. Σ αυτή τη δύσκολη ώρα έρχονται οι πεθυμιές και
στρογγυλοκάθονται να μου κάνουν πιο δύσκολες τις επιλογές. Σαν εκείνα τα μαύρα
μάτια που με κοιτάνε παραπονεμένα. Σαν εκείνα τα χείλη που μου ψιθυρίζουν
όρκους αγάπης. Σαν εκείνα τα ατίθασα τσουλούφια που πέφτουν παιχνιδιάρικα στα
μάτια σου. Μεγάλη απόλαυση όταν αλλάζω τις αποφάσεις μου στο παρά πέντε. Στο
αδιέξοδο, στο αντίο, μου είπες μείνε. Έτσι ξαφνικά φύτεψα ένα βασιλικό. Πότιζα
τη γλάστρα κι απλώθηκαν οι μυρωδιές. Για το ταξίδι μας επιλέξαμε καράβι, για να
βλέπουμε πότε αλλάζουν χρώματα η θάλασσα κι ο ουρανός. Μα πότε μπήκε ο θυμός
ανάμεσά μας δεν το κατάλαβα. Αγρίεψε ο καιρός και το καράβι άρχισε να
βουλιάζει. Πατήσαμε στεριά, τα καταφέραμε, μα γίναμε δυο ξένοι. Κι ενώ είχε
λαχτάρα η καρδιά, δεν είχα κουράγιο να σε γνωρίσω πάλι. Εκείνα τα παραπονεμένα
μάτια μ ακολουθούν προκλητικά και τα ατίθασα τσουλούφια σου μ αναστατώνουν. Σε
κρύβουν. Και μόνο στο βλέμμα σου θα βρω την λησμονημένη αλήθεια μου. Που είναι
ίδια με την δική σου. Και όλων των ανθρώπων. Ίδιες και μοναδικές ιστορίες. Γιατί ο πόνος όταν
μεταμορφώνεται σε ανάμνηση, γίνεται όμορφος. Και βγαίνει στο φως. Και κάθε
νύχτα, θα ακουμπάω απαλά στον κόρφο, να κρατηθεί ζεστός. Έτσι τις στιγμές που
έχω ανάγκη να ξαλαφρώσω, πετάγεται σαν πεθυμιά, μπροστάρισσα στα δάκρυά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου