Παρασκευή 29 Οκτωβρίου 2021

οδύσσεια (του Χρήστου Φλουρή)

 


Τρικυμισμένη η θάλασσα, λυσσομανά η νοτιά
δεν είναι πουθενά στεριά, πέλαγο απ’ άκρη σ’ άκρη
κι εγώ δεμένος με άλυτα δερμάτινα λουριά
στο μεσιανό που στράβωσεν απ’ τον καιρό κατάρτι

Απ’ του Βοσπόρου πέρασα τα απόκοσμα νερά
κι από τα βράχια ανάμεσα, ξυστά, της Προποντίδας
κι είδα απ’ το στόμα η Χάρυβδη το πέλαος να ξερνά
μα από το φόβο ανώτερος ο πόθος της πατρίδας

Μήτε της Σκύλλας σκιάχτηκα τις έξι κεφαλές
και τις σιαγόνες που μασούν και τρων τις λαμαρίνες
γιατί ποτέ δεν πίστεψα στης μοίρας τις βουλές
μήτε με παραπλάνησαν του κόσμου οι Σειρήνες

έπλυνα μ’ αρμυρό νερό όλες μου τις πληγές
και με θειάφι ξόρκισα καταραμένες μνήμες
κι ως έκλεισα τα μάτια μου σ’ άκουσα να μου λες:
«μη σκιάζεσαι κι ο θάνατος κι αυτός μια ιδέα είναι»

Μα ήρθαν φορές που αντίκρισα τα γνώριμα βουνά
κι ύστερα πάλι επέστρεψα στης θάλασσας τα εμπόδια
φαίνεται απ’ όλα πιο πολύ τρέμω τα στεριανά
τα τέρατα που έχουν λαλιά και στέκουν στα δυο πόδια


Χρήστος Φλουρης


Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2021

Άτιτλο (της Ζωής Χαλκιοπούλου)



Δεν με κατάλαβες
σαν ξάπλωσα δίπλα σου.
Κοιμόσουν ήρεμα.
Χάιδεψε η ανάσα μου
τα μαλλιά σου.
Το βλέμμα μου
κύλησε πάνω σου
σαν αεράκι.
Χαμογέλασες στον ύπνο σου.
Έμεινα ακίνητη
να μην ενοχλήσω
το σύννεφο που κοιμάσαι.
Θέλω πολλά να σου πω.
Τόσα χρόνια τα μαζεύω.
Μα φοβάμαι μη σε ξυπνήσω.
Γέμισα το δωμάτιο λουλούδια.
Κάποια μαράθηκαν.
Τίποτα δεν θα πετάξω.
Τίποτα μέχρι να σου πω
αυτά που θέλω.
Μόνο να προλάβω. Να προλάβω
μη μαραθώ μαζί τους.


Ζωή Χαλκιοπουλου

Τετάρτη 27 Οκτωβρίου 2021

"Έρωτας είσαι"(της Νορας Ξένου)

 


Άφησα τις λέξεις να ντύσουν 
τη γύμνια των συναισθημάτων.
Εδωσα στα στεγνά χείλη  
το φιλί του πάθους
σπάζοντας την παγωνιά του κορμιού.
Κάλεσμα έστειλα 
με το βλέμμα των ματιών μου
και εσύ χωρίς δισταγμό 
μου έδωσες αγγίγματα αληθινά 
αφήνοντας τη ζεστασιά της ανάσας 
να κάψει κάθε αμφιβολία. 
"Έρωτας είσαι" μου ψιθύρισες 
και εγώ σου σφράγισα τα χείλη
μ' ένα βαθύ φιλί 
χαϊδεύοντας κάθε πονεμένη 
γωνιά της ψυχής.
Έρωτας είμαι 
γιατί παίρνω μέσα μου 
κάθε ανάσα σου, κάθε λέξη 
και συνήθειά σου 
με έντονη την επιθυμία να γίνομαι 
αναλλοίωτο κομμάτι του εαυτού σου.


Νόρα Ξενου

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2021

Ήταν άνοιξη του Απρίλο Μάη (του Θωμά Θύμιου)

 


Ω μούσα του ποιητή, εσυ στα πράσινα με έντυσες.
Στο μέτωπο μου τον ήλιο, άγιο στεφάνι σήκωσες.  
Χαμόγελο στα χείλη, στην ψυχή, αγάπη  φύτεψες. 

Ω έμπνευση του ποιητή, για τον ανώνυμο αγρυπνάς.
Το βλέμμα, το βήμα μου, το βλέπει ο κόσμος όλος.
Δάδα του Προμηθέα, σε νεφώδης ουρανό με άναψες.  

Μούσα, έρωτας του ποιητή, γίναμε πηγή, σοφή μαζί.       
Η ψυχή μου ζυμώθηκε με γαλάζιο, πράσινο σκοπό,  
στην λάμψη του Αγίου Ήλιου, ήταν άνοιξη, Απρίλο Μάη.

Της νύχτας όψη, αστέρια κεντήσαμε, εσύ, εγώ, το αηδόνι.  
Με νηνεμία, ρόδινο αηδόνισμα, μούσα μου αποθεωμένη. 
Ο Άγιος ήλιος, για όλον τον κόσμο, της ζώης θάμα φέρνει.  


Θωμάς Θύμιος

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2021

Άτιτλο (της Γεωργίας Δεμπερδεμιδου)



Η κουτσή καρέκλα 
γένος θηλυκό
γεννά συναισθήματα
όλοι θυμηθήκαμε το σχολείο
στα πράσινα θρανία
ακουμπισμένα μικρά χεράκια 
Όλο το χρόνο πολλές εσταυρωμένες 
σκηνοθεσίες, παραστάσεις  
με τυμπανοκρουσίες εδώθηκαν
Ο μαύρος πίνακας σταθερός 
και ο δράκος, με το αυστηρό κουστούμι  συνήθως μας πλάκωνε την ψυχή 
Η βίτσα επάνω στην έδρα 
σαν στόμα  ανοίγει 
πάρε δώσε, κι άλλες χαρακιές

Υπήρχαν και μέρες 
σαν ουράνιες Κυριακές
τα χαμόγελα κυλούσαν
δύο  τρία  και πολλά μαζί 
αγκαλιασμένα
σφιχτά ανέμελα
έφταναν ως τον ουρανό 
Στα πρώτα μεγάλα 
καθόταν, οι μοσχομυριστοί
με ατσαλάκωτες ποδιές
Στην μέση  οι ονειροπόλοι 
οι αδιάφοροι, καρφωμένοι
στην τζαμαρία, σαν κυπαρίσσια 
Στα τελευταία
ίσως και κουτσά θρανιά
τα βιβλία τους, ήταν ολοκαίνουρια 
παντού στάμπες μούχλας

Έβγαζα, φρεσκοπλυμένο μαντηλάκι
με πολύ υπομονή και κόπο 
αλλά μάταια, να χαθούν οι λεκέδες
Οι φωνές του δασκάλου
βούιζαν στ' αυτιά μου
και  εγώ δεν ήξερα
που τελικά να καθήσω 
Στην γωνία της αίθουσας
με το κουτσό πόδι 
η σιωπή μου ποτισμένη
στάζει, απο το λευκό γιακαδάκι
ως στους αστραγάλους
Ύστερα γυρισμένη στο τοίχο
χωρίς ανάσα δίπλωνα 
τα πιο λερωμένα στις τσέπες 
μην τυχών  και φανούν

Οι συμμαθητές είναι και αγάλματα
είναι και μια ολόκληρη ζωή
  

  Γεωργία Δεμπερδεμιδου