Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

ΙΧΝΗ (της Νόρας Ξένου)



Δεν χρειάζεται να μου μιλάς,

τα αγγίγματα και η μυρωδιά σου 

έχουν ποτίσει το κορμί μου,  

σαν άρωμα τριαντάφυλλου 

ραίνουν κάθε κύτταρο μου.


Το βλέμμα σου παίζει πάνω μου 

παιχνίδι πρωτόγνωρο  

δημιουργώντας εκρήξεις 

ενός έρωτα που σιγοκαίει τα σωθικά.


Χαζεύω τη διαδρομή των χεριών σου 

σε κάθε καμπύλη του κορμιού μου,

ρίγη αφήνουν στο πέρασμα τους 

κάνοντας με να σε ποθώ ανεξέλεγκτα.


Θέλω με κάθε τρόπο να σου δηλώνω 

πως είμαι μόνο δική σου, 

αφήνοντας τα ίχνη μου ως μαρτυρίες 

στο γυμνό κορμί σου. 


Νόρα Ξένου

Γρανίτα πεπόνι (της Βίβιαν Ασπροπουλου)



Αγαπήθηκαν με πάθος και ύφαναν όνειρα, με στημόνι την αθωότητα της νιότης για το ταξίδι που αγκυροβολεί στην ευτυχία!

Απρόβλεπτη η ζωή, ρινίματα οι στιγμές κι οι συμπτώσεις.

Άραγε είχαν τη δύναμη αυτές οι στιγμές κι οι συμπτώσεις να διαβρώσουν τον κρίκο που τους έδενε;

Άραγε αφέθηκαν στην αγκαλιά μιας άλλης αγάπης για να κοπάσει ο πόνος της προδοσίας, ακροβατώντας στο σχοινί της ψευδαίσθησης ή έζησαν την αληθινή ευτυχία;

Άραγε στο διάβα, η ζωή ξεγύμνωσε την αλήθεια;

Άραγε αφύπνισε αισθήσεις ναρκωμένες; 

Βίβιαν Ασπροπουλου


Πέμπτη 17 Ιουνίου 2021

Άτιτλο (της Ζωής Χαλκιοπούλου)



 Χθες το βράδυ ονειρεύτηκε τη Δέσποινα. Του έφερε ένα ζεστό καρβέλι ψωμί. Το ακούμπησε στο τραπέζι, τον κοίταξε τρυφερά κι έκαμε να φύγει.

- Μείνε λίγο ρε γυναίκα, μ έφαγε η μοναξιά.

Εκείνη κοντοστάθηκε, έβγαλε απ την τσέπη της ένα χαρτί, το ακούμπησε δίπλα στο καρβέλι και χάθηκε. Το ψωμί άχνιζε ακόμη, το χαρτί έγραφε τ όνομά του κι από κάτω «χωρίς επιστροφή». Ένα εισιτήριο. Μα για ταξίδια είμαι τώρα; Έχει να βγει απ το χωριό από τότε που την έχασε.

Ξύπνησε ήρεμος. Περίεργο, σήμερα δεν πονούσε η μέση του. Θα το γύρισε σε βοριά, σκέφτηκε. Κι εκείνος ο πονοκέφαλος που τον βασανίζει τους δύο τελευταίους μήνες, δεν τον ενοχλεί. Μα τι έγινε;

- Α ρε Δέσποινα με τα γιατροσόφια σου

Η μέρα κύλησε ήσυχα. Πήγε στα χωράφια νωρίς, έκανε τις δουλειές του σπιτιού, πρόλαβε να πάει και στο καφενείο του κυρ Παντελή για το συνηθισμένο ουζάκι. Ξεροσφύρι πάντα για να μου του κόψει την όρεξη. Σήμερα έφτιαξε φακές, με μπόλικο λάδι. Συνήθεια είχαν να κρατάνε νηστεία Τετάρτη και Παρασκευή και ποτέ δεν την χάλασε. Μπορεί αυτή να έλειπε αλλά αν τον έβλεπε από κάπου, δεν ήθελε να την κακοκαρδίσει.

Μόλις πήρε να νυχτώνει, του ρθε όρεξη να πάει στην ταβέρνα. Απόρησε κι αυτός με τον εαυτό του, μα δεν το ψαξε πολύ. Ξυρίστηκε, έβαλε το καθαρό γκρι πουκάμισο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είχε καιρό να περάσει καλά, μα να, σήμερα ήθελα ν ακούσει το τραγούδι του. Να κουνηθεί λίγο ο καημός που τόσο καιρό έχει θρονιαστεί μέσα του και κόβει την ανάσα.

- Κυρ πονοκέφαλε δε μ επισκέφτηκες σήμερα κι ανησυχώ. Ακόμη και συ με βαρέθηκες;

Σα να χαμογέλασε εκείνη η βαθειά γραμμή ανάμεσα στα φρύδια.

Κοίταξε τη φωτογραφία της γυναίκας του και βγήκε. Τι γλυκιά βραδιά κι ο ουρανός γεμάτος αστέρια. Οι θαμώνες του μαγαζιού ήταν όλοι γνωστοί. Άνθρωποι καθημερινοί που το πρωί πάλευαν με τη γη και το βράδυ πάταγαν την κούρασή τους σε μερακλίδικες στροφές. Είχε καιρό να χορέψει, μα όταν έβαλε το τραγούδι του βρέθηκε στη πίστα. Έπεσε ευλαβική σιωπή.

«Όταν κλαίει ένας άντρας»….και τα βήματα αργά συντονισμένα με το θόρυβο που κάνουν τα δάκρια όταν ανταμώνουν με το χώμα. Το κουρασμένο κορμί του ίσιωσε κι όταν άπλωσε τα χέρια ακούμπησε το φεγγάρι. Εκεί πάνω στις στροφές είδε τη Δέσποινά του να τον καμαρώνει. Όταν γύρισε στο σπίτι ήταν μισοζαλισμένος και κεφάτος. Έκοψε λίγο ψωμί απ το καρβέλι, κι άλλο λίγο, κι άλλο λίγο…

- Γειά στα χέρια σου γυναίκα

Με χαμόγελο τον πήρε ο ύπνος. Με χαμόγελο τον βρήκε ο γείτονας όταν μεσημέριασε και δεν φάνηκε στο χωριό. Είχε μείνει ακόμη λίγο ψωμί στο τραπέζι μα το εισιτήριο έλειπε.

Ζωή Χαλκιοπουλου

"ΆΔΕΙΟ ΚΟΡΜΊ" (της Βασιλικής Νάκου)

 



Ενα κορμί άδειο πια

δίχως ψυχή

δίχως καρδιά.

Ζωή κενή, χωρίς συναισθήματα.

Πως να συνεχίσω να υπάρχω

όταν δε ζω.

Πως να συνεχίσω να υπάρχω

όταν δε νιώθω.

Ένα κουφάρι αδειανό

να σέρνεται εδώ και εκεί.

Κάποτε με ρώτησαν

αγάπησες ποτε;

Ένιωσες τι πάει να πει

αγάπη αληθινή;

Τον έρωτα;

Το πάθος;

Η απάντηση η δική μου;

Μα γι αυτά έπαψα να ζω!

Έδωσα τα πάντα

τίποτα πια δεν έμεινε για μένα.

Μήτε καρδιά!

Μήτε ψυχή!

Μήτε μυαλό!

Μήτε ζωή!

Ενα δάκρυ έριξαν

σαν είπα αυτά τα λόγια.

Μη κλαίτε δε πειράζει,

έδωσα καρδιά, έδωσα ψυχή.

Τι και αν σε μένα δεν έδωσε κάτι,

έστω τόσο λίγο.

Τον αγαπώ και αυτό μου φτάνει

ένιωσα για λίγο ζωντανή!


Βασιλική Νάκου

Τετάρτη 16 Ιουνίου 2021

Άτιτλο (του Νικόλα Παπανικολόπουλου)



Μέσα στα κάστρα δίπλωνα άστρα,

χάρτινα άστρα γεμάτα φως· ρωτάς πως;

Εσύ, στα μάτια σου που κουβαλάς το φως;

Που στα μαλλιά σου σκαλωμένες πεταλούδες

ανοιγοκλείνουνε τα φτερά·

σαν χάδι ανοίγουνε σαν το φιλί σφραγίζουν..

Τον τρόπο που προστάζεις, - δούλος σου ο πόθος

ικέτης στην αθωότητά σου εμπρός, γονατιστός

μα πάνοπλος και δόλιος, - πως τον απέκτησες;

Στην πιο ψηλή πολεμίστρα σου σκαλί σκαλί θ’ ανέβω

είτε να πέσω, είτε να υποταχτώ στα κάλλη σου

και να τα υποτάξω, λευτερώνοντας τ’ άστρα

πίσω στον ουρανό που τα γέννησε κι ανήκουν.

Και καθώς ο κόσμος σβήνει, τα κάστρα πέφτουνε,

πεταλούδες φωτιάς π’ ανοιγοκλείνουνε τα φτερά τους

θα γίνουνε πνοή κι εκπνοή μας, καθώς

πεθαίνοντας στον παλιό κόσμο

θα γεννιόμαστε μέσα από τη φωτιά, στο δικό μας!


Μα ίσως πάλι μείνουνε τ’ άστρα τυφλά

ανάμεσα σε σεντόνια και μαξιλαροθήκες

ατσαλάκωτα, αταξίδευτα, κι άκαυστα·

Ο λυτρωτής πόθος δεσμοφύλακας και φυλακισμένος,

και συ μια τρελή που την τρέλα της ξέχασε.

Παρέσυρε ο άνεμος τις πεταλούδες της φωτιάς

αφήνοντας μονάχα μία κατάστηθα,

να χτυπά απαλά κι αθόρυβα τα φτερά της.

Θα επιζήσεις, μα όπου κι αν πας

οι δρόμοι σου σπαρμένοι νεκρές πεταλούδες.

Κι η καρδιά σου απαλά, αθόρυβα, να θρηνεί

όχι το θάνατό τους

μα που δεν μπόρεσε να πεθάνει μαζί τους


Νικόλας Παπανικολοπουλος