Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ..ΜΕ ΕΝΑ...ΣΥΝΝΕΦΟ (της Εύας Μαζοκοπακη)

 

Στο σύννεφο που απλώνει το απέραντο γκρίζο του

μιά ευχή στέλνω στα περβάζια του γείσου του.

Στο σύννεφο που αρπάζει το χρώμα των όρκων μα

μια προσευχή ζύμωσα στη λεκάνη των πόθων μας.

Στο σύννεφο που σκορπίζει τα σκούρα του χρώματα

μιά ελπίδα τεντώνω στου ουρανού τα αετώματα.

Στο σύννεφο που διανύει χιλιάδες αέρινα μέτρα

στους φίλους μου μήνυσα να απλώσει φαρέτρα,

να τους δώσει πίσω τα χαμένα της αγάπης τους όνειρα

να αρπάξει με βία των ψυχών τους τα φόβητρα.


Εύα Μαζοκοπακη

Αλλιώτικα Χριστούγεννα (της Παυλίνας Στυλιανού)



Ο Πάνος είχε υποσχεθεί πως κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα θα γυρνούσε για να περάσει τις γιορτές μαζί με την οικογένεια του.  Ήταν μια υπόσχεση ζωής για τα δυο μικρά του κορίτσια, τη Μαρκέλλα και την Στυλιανή.  Τα τελευταία χρόνια ήταν στενοκοπημένοι οικονομικά και μετά από πολλές συζητήσεις με την γυναίκα του είχαν αποφασίσει πως τα καράβια ήταν η μόνη τους λύση.   Ο Δημήτρης, φίλος και κολλητός του, του είχε πει εδώ και μέρες πως στο πλοίο που εργαζόταν ο μηχανικός του πλοίου είχε αρρωστήσει και θα έμενε πια στην στεριά.  Ο Πάνος είχε σπουδάσει μηχανικός πλοίων αλλά ποτέ δεν εξάσκησε το επάγγελμα γιατί γνώρισε την όμορφη Αλεξία και τον κέρδισε η στεριά.

Τα πρώτα χρόνια του γάμου τους ήταν τα χρόνια της ευμάρειας και ήταν γι’ αυτούς ονειρικά.  Η Αλεξία μετά από δύο χρόνια γέννησε τις δίδυμες και έτσι η ευτυχία τους ολοκληρώθηκε.

Το 2013 είχε έρθει η πρώτη κρίση των τραπεζών στο νησί και έξι μήνες αργότερα ο Πάνος έχασε την δουλειά του.

Η πρόταση του Δημήτρη του ήρθε κουτί ένα χρόνο αργότερα και έτσι αρχές του 2014 ο Πάνος άφησε πίσω την οικογένεια του και μπάρκαρε μαζί με τον κολλητό του.  Κάθε χρόνο τα Χριστούγεννα κρατούσε την υπόσχεση του.  Κάθε Χριστούγεννα στο σπίτι κοντά στην οικογένεια του, δίπλα στο τζάκι και στο στολισμένο Χριστουγεννιάτικο δέντρο.

Αρχές Δεκεμβρίου του 2020 ήρθε το γράμμα του Πάνου που ανέτρεψε τα πάντα.  Μέσα σε λίγες αράδες τους ανακοίνωνε πως αυτά τα Χριστούγεννα δεν θα μπορούσε να βρισκόταν κοντά τους.  Μ’ αυτό τον  καταραμένο ιό που ταλαιπωρούσε ολόκληρη την γη απαγόρεψαν σε όλα τα πλοία να μπαρκάρουν στο λιμάνι του νησιού και έτσι του ήταν αδύνατον να έρθει για να περάσει μαζί τους τις γιορτές.

Η Αλεξία το περίμενε αλλά οι μικρές περίμεναν πως και πως την επιστροφή του.  Όταν τους το ανακοίνωσε η μητέρα τους οι μικρές είχαν κλειστεί για ώρες στα δωμάτια τους χωρίς να μιλούν.  Όταν βγήκαν το είχαν πάρει πια απόφαση πως αυτά τα Χριστούγεννα θα ήταν αλλιώτικα.

Την επομένη η Αλεξία κατέβασε το λευκό Χριστουγεννιάτικο δέντρο, άφησε τα λαμπάκια γύρω από αυτό και τους φώναξε να το στολίσουν.  Εκείνη θα έφευγε για την δουλειά.  Ήταν αρκετά μεγάλες και μπορούσαν να μένουν μόνες πια στο σπίτι.  Εξάλλου ο παππούς και η γιαγιά έμεναν δίπλα και αν χρειάζονταν κάτι θα τους φώναζαν.

Βγήκαν από τα δωμάτια τους και βρήκαν το δέντρο στην κούτα και τα λαμπάκια δίπλα από αυτό.  Η Μαρκέλλα όμως είχε μια καλύτερη ιδέα.

«Δεν θα στολίσουμε φέτος το δέντρο με λαμπάκια.  Έχω μια καλύτερη ιδέα.  Μιας και φέτος τα Χριστούγεννα μας θα είναι αλλιώτικα τότε και το δέντρο θα πρέπει να στολιστεί αλλιώτικο.  Τι λες;»  και τράβηξε την Στυλιανή στην κουζίνα.  Άνοιξαν το συρτάρι που η μητέρα τους είχε μπόλικες μάσκες για να τις φοράνε λέει κάθε φορά που θα έβγαιναν έξω.  Ήταν αρκετές, τις πήραν και με αυτές στόλισαν το Χριστουγεννιάτικο τους δέντρο μαζί με τα λαμπάκια  να αναβοσβήνουν γύρω από αυτές .  Είχαν βρει σε ένα άλλο συρτάρι μπόλικα μικρά μπουκαλάκια με αντισηπτικό, έβγαλαν και το ασημόχαρτο και άρχισαν να τα τυλίγουν με αυτό.  Όταν τελείωσαν τα τοποθέτησαν όλα κάτω από το δέντρο. 

«Αυτά θα είναι τα Χριστουγεννιάτικα μας δώρα για φέτος Στυλιανή, πως σου φαίνεται;»

Αν και στην αρχή η Στυλιανή διαφωνούσε με όσα έκανε η Μαρκέλλα αργότερα όλο αυτό άρχιζε να της αρέσει … στόλιζε, τύλιγε και γελούσε.

Όταν γύρισε η μητέρα τους έβγαλαν και οι τρεις μια φωτογραφία κάτω από το στολισμένο, μάσκα,  Χριστουγεννιάτικο τους δέντρο και την έστειλαν στον μπαμπά.

Τα Χριστούγεννα του 2020 θα ήταν για την οικογένεια τους αλλιώτικα.


Παυλίνα Στυλιανού

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

Εφτάψυχη (της Νίκης Γκριζανοφσκι)

Εφτάψυχη με γέννησε η μάνα μου,

για να γιατρεύω μόνη τις πληγές μου.

Μ’  ανάθρεψε με χάδια που στερήθηκε.

Πόσες φορές στην μοίρα μου δεήθηκε


Σε μιαν αυλή με γιασεμιά ζωή σε γνώρισα,

στην ίδια αυλή που τη ζωή μου όρισα,

τα παραμύθια της γιαγιάς να τα λατρεύω,

το τέλος τους με ακρίβεια να μαντεύω


Στην ίδια αυλή τα γιασεμιά ξεράθηκαν

τα παραμύθια της γιαγιάς ξεχάστηκαν

κι οι γάτες πλέον δεν είναι εφτάψυχες,

μέσα  στις στράτες γίνανε άψυχες

.

Χειμώνες δύσκολοι, όλα προδόθηκαν.

και τα όνειρά μου τσαλακώθηκαν.

Στραβό χαμόγελο σε ότι κι αν πέρασα

για ένα τίποτα, μα μάνα γέρασα…


Στην ίδια αυλή τα γιασεμιά ξεράθηκαν

τα παραμύθια της γιαγιάς ξεχάστηκαν

κι οι γάτες πλέον δεν είναι εφτάψυχες,

μέσα  στις στράτες γίνανε άψυχες…


Νίκη Γκριζανοφσκι

Ανώνυμο (του Ντίνου Γλαρου)

  



Δεν προσπαθώ να σε αλλάξω 

προσαρμόζομαι σε αυτά που μου δίνεις 

και χέρι-χέρι προχωράμε 

σε μονοπάτια δύσβατα 

σε ανείδωτες θάλασσες. 

Τα μυστικά που κρύβεις 

δεν ξέρω αν θα τα βρω ποτέ 

μα θα σκάβω, εργάτης ακούραστος 

και τις πέτρες θα σπάω της Γνώσης 

κι όταν το βράδυ με τα χέρια ματωμένα 

θα ξαποσταίνω γερμένος στα μάτια σου 

θα ακουμπάς τις αλήθειες σου 

αμυδρή πληρωμή 

για τους κόπους της μέρας. 


Ντίνος Ι. Γλαρος

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2020

ΤΑ ΑΝΘΡΏΠΙΝΑ ΡΟΎΧΑ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΆΣ (του Πέτρου Βελουδα)

Μια αμμουδιά να κλάψει

αφήνοντας να κυλήσει σαν βοτσαλάκι χρυσοκίτρινο 

από το φιλί του ήλιου ένα ηλιόλουστο δάκρυ

ρούχο βρεγμένο στις θλιβερές απολήξεις

του μεθυσμένου χειμώνα...

Το δάκρυ αποκτάει αδιάβροχο εικονικό σώμα

στεγνωμένη η εγκατάλειψη του από τα μάτια

που θυμώνουν και δεν δακρύζουν

ούτε στη λύπη ούτε στους ματαιόδοξους καημούς.

Ο ουρανός το παίρνει το εικονικό δάκρυ από το χέρι

και με ταχταρίσματα το αποκοιμίζει τρυφερά

σε συννεφάκια ως μαξιλάρια...

Από τα βάθη του υποσυνείδητου του ήλιου

εγεννήθηκε ένας κόκκινος αστερίας

ζώντας μοναχικά κάθε τόσο στον καθρέφτη του ουρανού

πρόβαρε και διαφορετικά ρούχα.

Μια σαγηνευτική μεταμορφωμένη ως γυναίκα,

ένα πλάσμα φορώντας στα μάτια της

μακιγιαρισμένα τα εικονικά δάκρυα

του προτείνει ως ειδική της μόδας

να φορέσει την δικιά της κολεξιόν...

Η ίδια η μοναξιά έντυσε τον αστερία με ανθρώπινα ρούχα,

του ζωγράφισε με ματωμένα απ' την καρδιά της πινέλα

ένα σαρκαστικό...χαμόγελο.

Σε κάτι ψεύτικά αμαρτήματα ντυμένος την ετικέτα της μοναξιάς

Ένιωσε ξαφνικά ο αστερίας να αλλάζει ο έσω ψυχισμός του

και από μέσα του αναδύθηκε ένας χιονάνθρωπος

λέγοντας του "κρυώνω δάνεισε μου τα ρούχα σου να ντυθώ

εσένα σε ντύνει ο ήλιος"....

Κανείς από τότε δε ξαναφόρεσε τα ρούχα της μοναξιάς,

τόσο ο αστερίας οσο και ο χιονάνθρωπος

ξεδίψασαν από το νερό της...Ανθρωπιάς

και τα δάκρυα τους έχοντας ψυχή

κυλούσαν γαλήνια πάνω σε φέρετρα 

της ανθρώπινης λιγοστής μα και σύντομης για ...δάκρυα ματαιότητας!.


Πέτρος Βελουδας