Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Τετάρτη 19 Αυγούστου 2020
Άτιτλο (της Στέλλας Μάναλη)
Μην αναρωτιέσαι γιατί τίποτα δεν είναι ίδιο.
Κάθε τι που είναι αληθινό ... εξελίσσεται.
Έτσι και τα συναισθήματά μας...δεν γερνούν.
Αποκτούν νόημα με την πάροδο του χρόνου...
Αποκτούν όνομα...βαφτίζονται...
Επαναπροσδιορίζονται...αποκτούν ταυτότητα
και χαρακτήρα,αποκτούν βάθος...
Όσο είναι στην επιφάνεια...σε ταράζουν, μετά αποκτούν θεμέλια..κι εκεί είναι δύσκολο να τα γκρεμίσεις ...
Μην αναρωτιέσαι λοιπόν....τι άλλαξε.
"Σαν αγαπήσεις είναι δύσκολο...να το γκρεμίσεις..."
Στέλλα Μαναλη
Ο ΗΘΟΠΟΙΟΣ ΠΕΦΤΕΙ (του Τάσου Βασιλειάδη)
Εκείνη την Στιγμή, Ακριβώς, ο Ηθοποιός
Πέφτει από την Σκηνή, Πυροβολημένος
Από Πραγματικά Πυρά….
Την Στιγμιαία Παγωμάρα που Επικρατεί
Στους Θεατές Διακόπτουν κάποιες Κραυγές
Τρόμου και Πανικού:’ ’Ω, μα Είναι Πυροβολημένος
Στα Αλήθεια, κοιτάξτε τον, Αιμορραγεί!....,,
Και Άλλες πολλές τέτοιου Είδους Εκφράσεις,
Ακούγονται από το Κοινό….. Μα, Ξαφνικά, ο Ηθοποιός
Σηκώνεται, και Χαμογελώντας με Άνεση, στέκεται μπροστά
Στο Έκπληκτο Κοινό, που μετά το Σοκ που του Προκάλεσε
Αυτή η αναπάντεχη ‘’Νεκρανάσταση, αρχίζει να χειροκρότει
Μανιασμένο, Ξετρελαμένο….
‘’Άρε Τέχνη, πόσες φορές θα Πυροβοληθώ ακόμα, για
Χάρη σου!.....,, Αναρωτιέται ο Ηθοποιός, χαμογελώντας
Ικανοποιημένος από το Ξέφρενο Χειροκρότημα….
Τάσος Βασιλειάδης
Τρίτη 18 Αυγούστου 2020
ΤΟ ΑΓΚΙΣΤΡΙ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ (της Ιωάννας Αθανασιάδου)
Το αγιόκλημα σκαρφαλώνει στα παραθύρια
που αγναντεύουν τη θάλασσα,
θροΐζει η νύχτα στον φλοίσβο των κυμάτων.
Ασπαζόμαστε το φεγγάρι
που καθρεφτίζεται στα μάτια της Παναγιάς
στο εκκλησάκι δίπλα στην ακρογιαλιά.
Σβηστό το καντηλάκι του,
σκιές από τα περασμένα ανάβουν το κεράκι τους.
Τα πουλιά κοιμούνται στα κλαδιά του γέρο- πλάτανου,
τ’ αφρόψαρα κυνηγιούνται στα νερά.
Μια νυχτερίδα χορεύει τον πολεμικό χορό της
πάνω απ’ τον σκοτεινό βυθό με τις γυαλιστερές πέτρες,
μια καραβίδα ξεμυτά στην άκρη των βράχων.
Στην αμμουδιά χρυσίζουν τα ονόματα των ερωτευμένων,
ένας χαρταετός ταξιδεύει για τους κόσμους της αθωότητας.
Μικρή βαρκούλα βγαίνει απ’ τα κρυστάλλινα νερά
κι ακουμπά τη ράχη της στην πρόσχαρη στεριά.
Τραγουδά ο ψαράς στην πλανεύτρα θάλασσα
νανουρίζοντας τους λευκούς χειμώνες.
Το αγκίστρι του φεγγαριού ριγμένο στο βάθος του πελάγους,
ασημένιες οι στάλες του ονείρου.
Αναίτιος ο θυμός της πεισματάρας τρικυμίας,
η γαλήνη τη μαλώνει στοργικά.
Τα κρινάκια της αμμουδιάς
κοιμούνται αγκαλιασμένα με τα κοχύλια,
ξαγρυπνούν οι κάτασπροι γλάροι.
Νυσταγμένα τα σύννεφα στον ορίζοντα,
η νύχτα ταξιδεύει στα λευκά τους πανιά.
Χρυσή λύρα κρατά ο άνεμος,
η πανσέληνος, πορφυρή καπετάνισσα.
Ο ουρανός αποκοιμιέται στα σπλάχνα των κυμάτων,
φιλιούνται μυστικά οι ώρες του μεσονυκτίου.
Κι ο φάρος αναβοσβήνει τις στιγμές στην άκρη του λιμανιού,
γίγαντας ακοίμητος των ωκεανών,
φρουρός στην ταξιαρχία των αγγέλων.
Ιωάννα Αθανασιαδου
ποίημα απ' το βιβλίο ΑΓΡΥΠΝΕΣ ΣΙΩΠΕΣ, εκδόσεις Βεργίνα
ΔΕΙΛΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ (του Χρήστου Κουκουσουρη)
Κάτι δειλά ποιήματα γράφεις συχνά τα βράδια
που λεν σχεδόν ψιθυριστά του κόσμου τις ντροπές
ακούς μυστήρια πλάσματα που ζουν μες στα σκοτάδια
και κάποια υπόλοιπα ψυχής απ’ τις ανατροπές.
Κάτι δειλά ποιήματα τις νύχτες εξυφαίνεις
που λεν με κραυγαλέα σιωπή, μηνύματα φωτιά
σ’ ακούν της νύχτας τα στοιχειά πόσο βαριά ανασαίνεις
σταμάτα να σκοτίζεσαι σου λεν, αποκοτιά…
Κάτι δειλά ποιήματα γράφεις συχνά τις νύχτες
γι’ αλήθειες που όμως δεν τολμούν να δουν του ηλίου το φως
τις συζητούν μεσάνυχτα φαντάσματα και μύστες
θεμέλιοι λίθοι, συντηρούν έν’ άθλιο καθεστώς.
Δεν φταίνε τα ποιήματα κι η πένα που τα γράφει
δεν φταίει το χέρι που ακλουθεί τις προσταγές του νου
φταίει το χώμα που έριξες τον σπόρο, το χωράφι,
που χρόνια ακαλλιέργητο πήρε όψη του βουνου.
Χρήστος Κουκουσουρης
Δευτέρα 17 Αυγούστου 2020
[Στιγμές με τον πατέρα] (της Χρυσαυγής Τούμπα)
Στο τετράγωνο του παράθυρου, στο παλιό σπίτι που έβλεπε στη θάλασσα...
Που ξορκίζουμε με γέλια την μπόρα ''που πλημμύρισε τη θάλασσα'' είπα εγώ
που ''μπόρα είναι θα περάσει'' είπες εσύ
που ο αέρας παρασέρνει την ξαπλώστρα σου, τα γυαλάκια που φόραγες να διαβάζεις, την πετσέτα σου
που κόπασε η μπόρα
που η σιωπή επέστρεψε στο σπίτι μαζί με τον ήλιο
που κόπηκε το ρεύμα
Ένα βράδυ που μετράγαμε αστέρια
Που καθόμαστε στα σκαλιά με το φανελάκι εσύ
που τα χέρια σου μου φάνηκαν θεόρατα
που οι παλάμες σου, όπως μου κράτησες το χέρι, τις ένιωσα αδρές
που έριξες στην πλάτη μου το κίτρινο φούτερ
Πρωινός ήλιος ανοιξιάτικος στην κουζίνα
Που ''θα φτιάξουμε τηγανίτες'' είπες εσύ
που απόρησα
που η κόκκινη κουτάλα ακούμπησε στο τηγάνι και τσιτσίριξε το λάδι
που ο καρπός σου έκανε την τέλεια κλίση σαν σεφ
που ήταν πεντανόστιμες
Που στις εννιά έφυγες
που η κόκκινη κουτάλα έμεινε στον νεροχύτη
''να μουλιάσει'' είπε η μάνα
Που έφυγες κι ό τι απόμεινε από σένα φθίνει και το νερό το απομακρύνει.
Χρυσαυγή Τούμπα
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)