Δευτέρα 10 Αυγούστου 2020

ΝΟΘΕΥΜΕΝΗ ΑΜΒΡΟΣΙΑ (της Βίκυς Δρακουλαρακου)



Είναι αυτή η συγκίνηση
που τόσο με προδίδει ...
Και η ασυγκράτητη πεθυμιά
που ανταριάζει και βρυχάται ...
Οι άνοιξες που σεργιανούν
πάνω στου πόθου μου το νήμα.
Είναι τ΄άστρα που φέγγουν και οδηγούν
αυτόν τον προδότη Εφιάλτη*
για να παραδώσει τις Θερμοπύλες !
Τα χείλη που πίνουν και μεθούν
από το νέκταρ των θεών
και την νοθευμένη αμβροσία !
Και το μαχαίρι απ΄το βλέμμα σου ...
που μέσα μου το ιχνηλατείς
και ελπίζεις να το δεις
σαν βγει τραυματισμένο... !

Βίκυ Δρακουλαρακου



Ιδιοποίηση (του Παύλου Ανδρέου)



Ο παππούς, ένδακρυς, σχολίαζε εμφατικά
το γέμισμα του ήλιου
ναρκωμένος σε μια ενδοφλέβια θάλασσα.
Να μου μιλά, να της μιλά.
Ο εκσφενδονισμός των διηγήσεών του
μεταφερόταν απ' τον ουρανό πίσω σ' αυτόν.
Παππού, είμαι η επαλήθευσή σου.
Κι αν τώρα η μνήμη σου στένεψε,
θυμάμαι εγώ να σου πω για την Αμμόχωστο.
Το χρώμα που ιδιοποιήθηκε ο ήλιος.

Παύλος Ανδρέου

Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

Το μπλουζ της πανδημίας (του Νίκου Σουβατζη)



Κάποτε ήταν σκλάβοι
σε φυτείες βαμβακιού
Ύστερα πολίτες
δεύτερης κατηγορίας,
εξιλαστήρια θύματα,
κινούμενοι στόχοι
για αστυνομικές σφαίρες

Τώρα, ελεύθεροι πια
και ίσοι με τους άλλους φτωχούς
πεθαίνουν αβοήθητοι
και στοιβάζονται
σε ομαδικούς τάφους
στα πάρκα

Χωρίς μεσίστιες σημαίες
και επικήδειους,
χωρίς τιμητικές εκδηλώσεις
και μνημεία

Το μόνο που τους ανήκει
είναι μια γωνιά
στο όνειρο
του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ

Νίκος Σουβατζης

ΈΝΑ ΑΛΛΟ ΠΑΙΔΙ (της Τόνιας Κοσμαδακη)


Όταν ήμασταν παιδιά
παίζαμε με μια μουριά
Ήταν μέλος της παρέας
Μέναμε στο νοίκι τα καλοκαίρια
Ένας εκτυφλωτικός ήλιος μας ζάλιζε
Και ταιριάζει πολύ
να την φυτέψω σ’ εκείνα τα καλοκαίρια την μουριά
κι ας ήταν Αθηναία
Αυτό θα πει ποιώ, κατά μία ανθρώπινη έννοια
Και δεν είναι λίγο
Νοικιάζαμε που λέτε ένα σπίτι στο Μάτι
Μέσα στη ζούγκλα
Και αγαλλιάζαμε περιφρουρημένοι από κάτι ενήλικες
εγκληματίες αθώους
Που παίζανε κουμκάν κι φρόντιζαν τα παιδιά τους
με κατά συρροή κενά
Εμείς τότε όλο μυρίζαμε
όλα τα μυρίζαμε

Η μουριά μας βρήκε στον κήπο
Ήταν κι εκείνη παιδί τότε
Ένα άλλο παιδί
Τα αγόρια τη χτυπούσαν με σπαθιά
και έκλαιγαν πάνω της όταν τα έδιωχνε η μάνα τους
για να μαγειρέψει ή για να καεί
Τα κορίτσια, την έλεγαν μαγική
κι έκοβαν φύλλα, για να μαγειρέψουν κι εκείνα τάχα
Μας έβλεπε η Μουριά
Περνούσαν τα χρόνια κι εμείς μεγαλώναμε
Όλοι υπέροχα μεγαλώναμε
δραματικά, με εκρήξεις
-Μα τι τραύμα αλήθεια
Εκείνη έγινε δεντρόσπιτο
Έγινε καρποί
Έγινε σκιά
Την φάγαμε
Την φτύσαμε ο ένας στα μούτρα του άλλου
Μας λέκιασε τα πιο καλά μας ρούχα
Την αγνοήσαμε, την παραμελήσαμε
Μας ανέχθηκε
να στήσουμε στη σκιά της
ένα ολόκληρο σπίτι, με καναπέδες
και φωτιστικά και γεμάτα τασάκια και cd players
και να χoρεύουμε ή να λιποθυμάμε
Μας άκουσε να βριζόμαστε ψεύτικα, απ' την καρδιά μας
Και να αγαπιόμαστε ακαριαία
μη αναστρέψιμα, απ' την ψυχή μας
Την είχαμε γι’ αθάνατη
Την λατρεύαμε όπως τους θεούς
Χωρίς να ανησυχούμε
-τι μυστήριο η λατρεία
Μας έκανε καλούς
Ξεχνούσαμε για λίγο
πως είχαμε ικανότητες
δεξιότητες
ταλέντα
εμπειρίες
και κάυλα κυρίαρχη
Και γινόμασταν χλόη
ή σταγόνες βροχής
ή τεμπέλικα τζιτζίκια
Μας ήθελε κοντά της
ως που μια μέρα, έπαψε
Δεν νοιάζονταν πια
Δεν ήταν εχθρική
Έγινε ξένη

     Εσύ που σε βρίσκουνε οι λέξεις
     όταν κάτι μπορείς να το πεις, το ζεις περισσότερο, θρόιζε
     Ναι, της απαντούσα, ως πότε;
     Μεγάλη ασέβεια να αγανακτούν οι ποιητές, άνθρωπε γυναίκα

Ήταν η περιουσία μου
Μετά σιώπησε
Δεν ξαναέβγαλε καρπούς
Τότε μάζεψα όλα τα λεκιασμένα ρούχα μας
και τα φύλαξα σε μια τρύπα στον κορμό της
κανείς να μην τα πλύνει
Κάθομαι συχνά στην απουσία της
χωρίς προσδοκία
χωρίς θλίψη για την σιωπή
Με μνήμη γιατρικό, που χωράει σε κάθε ενεστώτα

Αληθινά ελεύθερη είναι μόνο η καλοσύνη

Τόνια Κοσμαδακη

Σκύλος
Εκδόσεις Apopeira

Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

Υστερόγραφο...το πάλαι ποτε! (της Μαίρης Ηλιάδη)


Τώρα που το μελάνι στέρεψε...
γράφει το αίμα της καρδιάς
σε κυανό  μαντήλι... με ολόγιομο φεγγάρι...
ολόγραμμα !
Το σέρνει ο άνεμος
στα λιμάνια της σιωπής...
πάνω από θάλασσες αταξίδευτες..
ανείδωτες ακόμα...
Δεν ήρθε η ώρα κι η στιγμή...
κοιμάται η ελπίδα...
την κυοφορεί η θάλασσα..
την ναννουρίζει το κύμα...
Και να το μαντήλι
που ανεμίζει σημαία στο λιμάνι!
Αράξαμε!
Και να η άνοιξη αναγεννημένη
στο φως που φέρνει πράσινα κλαριά
κι ολόφωτη ανθίζει  !

Μαίρη Ηλιάδη