Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020
Τσακισμένο κατάρτι (της Νίκης Γκριζανοφσκι)
Στα όνειρά μου η γύμνια μου καράβι
μα τα ταξίδια του σε άγονη στεριά
τα χέρια μου κατάρτια ορφανεμένα
να ξεκουράζουν διαβατάρικα πουλιά
Άλλες φορές η γύμνια μου γλαρόνι
με πόδια κολλημένα στη στεριά
σπασμένα τα φτερά του να πετάξει
έτσι έμαθε να ζει μες στην σκλαβιά
Κι άλλες φορές γοργόνα σκαλισμένη
σε πλώρη κι ένα κύμα που την δέρνει
τόση αλμύρα από δάκρυα και πόνο
σε άγονη στεριά την ξαναφέρνει
Άγονες οι στεριές που ταξιδεύω
πάντα το όνειρό μου λαθεμένο
αν κι αγάπησα μια θάλασσα γαλάζια
γλαρόνι μένω σε κατάρτι τσακισμένο.
Νίκη Γκριζανοφσκι
Ψυχή με κόκκινα χείλη (της Μαρίας Μηνά)
Κάθε μέρα ξεκίναγε για δουλειά,
βάφοντας κατακόκκινα τα χείλη.
Ο γόβες χτυπούσαν ρυθμικά στον δρόμο.
Σε σκοτεινές κάμαρες μέρευε τα πάθη
των ανδρών και τους παρηγορούσε.
Γιατί οι άντρες έτσι παρηγορούνται
και μερεύουν....
Πριν φύγουν της πέταγαν τα λεφτά στα μούτρα, λες και υπήρχε τιμή για όλο τούτο.
Έχωνε τα λεφτά στο παρδαλό τσαντάκι.
Διόρθωνε το κραγιόν και πέρναγε,
από την χήρα με τα πολλά παιδιά
και της έχωνε στην χούφτα λίγα χρήματα.
Εκείνη αρνιόταν κατά πως κάνουν όλοι
οι φτωχοί...Πάρτα για τα παιδιά επέμενε...
Στο δρόμο την φώναζαν πουτάνα
οι πρωινοί επισκέπτες...
Και κάτι κυρίες γυρνούσαν τα μούτρα,
στο πέρασμα της....παλιοπουτάνααα
Ήξερε πως κάποιες λιγότερες θα στραγγαλιστούν, θα βιαστούν,θα δαρθούν.
Και κατάπινε τα δάκρυα της.
Πήγαινε σπίτι ξέπλενε τις αμαρτίες, από το τυραννισμένο κορμί της, ντυνόταν κορίτσι
με πυζάμες με καρτούνς και γούνινες παντόφλες ζωάκια...
Μετά έπλενε τα πόδια του Χριστού,
με τα δάκρυα της ...
Μυροβόλησε όταν την βρήκαν νεκρή
μετά από μέρες, με την εικόνα αγκαλιά.
Μόνο κάτι ορφανά την κλάψαν.
Οι μη στραγκαλισμένες και βιασμένες χαμπάρι δεν πήραν...
Μόνο αυτό το άρωμα που τους τρυπούσε,
τα ρουθούνια δεν μπορούσαν να ξηγήσουν.
Και ένας έκλαιγε στο καπηλιό,
που έχασε το εισόδημα...
Μαρία Μηνά
Ιούλιε μήνα άστεγε! (της Κατερίνας Ηρακλέους Νεοφυτιδου)
Αυτή η ζέστη με τρελαίνει..
με χαράσσει παντού
και με βαραίνει!
δεν μου αρέσει και νιώθω ζάλη..
Θέλω το κρύο, θέλω βροχές
για ν' αναπνεύσω πάλι!
Αυτός ο Ιούλης..
Και ο κάθε Ιούλης
είναι μαχαίρι είναι αγκάθι
δεν είναι ήρεμος, δεν έχει στέγη..
μισή Πατρίδα, μισό αγέρι!
σε καίει ο καύσωνας μέσα και έξω..
σε κάνει να τρέχεις και χάνεις το μέτρο!
Ιούλιε μήνα δεν σ' αγαπώ
ούτε την εποχή σου..
είσαι ο μήνας της οργής
κομμάτιασες την γη σου!
Κατερίνα Ηρακλέους Νεοφυτιδου
Κυριακή 26 Ιουλίου 2020
Άτιτλο (της Δωρας Μεταλληνού)
Σε ατλαζένιο κόμπο μαντηλιού
αλάτι ψυχής συναγμένο
αλισάχνης αχνός,
πετρωμένων δακρύων
της καρδιάς λευκό λουλούδι
κατάλευκo νούφαρο
στης ύπαρξής μου τη θάλασσα
παρθένο άνθος αειφόρο
της πορείας μου απόσταγμα....
Δώρα Μεταλληνού
Η κοπέλα με το κόκκινο παλτό.. (της Σοφίας Σταθαρου)
Σταμάτησε να πληκτρολογεί και κοίταξε το ρολόι που διακοσμούσε τον λεπτεπίλεπτο καρπό της.
" Τρεις, ώρα να φεύγω" σκέφτηκε. Τελείωσε την φράση που υπήρχε μισή στην οθόνη του υπολογιστή, αποθήκευσε το έγγραφο και πάτησε έξοδο. Τακτοποίησε τα χρωματιστά της στυλό, τους συνδετήρες και τα μολύβια της. Έβαλε στην άκρη την καρέκλα και πήρε την τσάντα της.
Έκανε μερικά βήματα και πήρε το κόκκινο παλτό που ήταν κρεμασμένο στον καλόγερο στην άκρη του δωματίου. Ήταν το μοναδικό πανωφόρι μιας και όλοι στην εταιρία είχαν φύγει νωρίτερα. Εκείνη πάντα έφευγε τελευταία, της άρεσε η ηρεμία που υπήρχε στον χώρο.
Φόρεσε το παλτό της και προχώρησε προς το ασανσέρ, κοντοστάθηκε για λίγο μπροστά από το παράθυρο, χοντρές σταγόνες βροχής έπεφταν πάνω στο τζάμι και για λίγο μόνο ταξίδεψε με την σκέψη της, στην μορφή του, στο χαμόγελο, στα φιλιά και τα χάδια του. Ο ήχος της πόρτας που άνοιξε την επανέφερε στην πραγματικότητα. Μπήκε στο ασανσέρ, πάτησε το κουμπί για το ισόγειο και κοίταξε το είδωλο της στον καθρέφτη, με τα δάχτυλα ίσιωσε τα μαλλιά της που λόγο της βροχής είχαν αρχίσει να χάνουν το σχήμα τους.
Η πόρτα άνοιξε και προχώρησε προς την έξοδο, σήκωσε το γιακά από το παλτό της και κράτησε σφιχτά την τσάντα της. Είχε ξεχάσει να φέρει την ομπρέλα μαζί της και σήμερα την χρειαζόταν πραγματικά, ήδη η βροχή είχε αρχίσει να δυναμώνει. Κατέβασε το κεφάλι και με γρήγορο βήμα προχώρησε προς την στάση του λεωφορείου. Όλες οι αναμνήσεις τους, άρχισαν να εμφανίζονται ξανά, είχε προσπαθήσει τόσο πολύ να τις κρύψει στην άκρη του μυαλού της. Όμως η σημερινή βροχερή μέρα της θύμιζε την γνωριμία τους.
Μία ξαφνική βροχή στην στάση του λεωφορείου, εκείνη χωρίς ομπρέλα και εκείνος της πρόσφερε την δική του. Ένα χάρηκα ήταν η αφορμή για να ξεκινήσουν όλα και ένα είμαι έγκυος για να τελειώσουν..!
Ακούμπησε με ευλάβεια την κοιλιά της και σκούπισε ένα δάκρυ που κύλησε στο πρόσωπο της.
Έφτασε στην στάση και κάθισε στην άκρη προσπαθώντας να προστατευτεί από την βροχή που έπεφτε με μανία στο κόκκινο παλτό της, η πολυκοσμία την ανάγκασε να καθίσει λίγα μέτρα μακριά από το σκέπαστρο. Έμεινε εκεί με κατεβασμένο κεφάλι να περιμένοντας την ώρα να μπει στο λεωφορείο να φύγει.
Λίγα λεπτά αργότερα, μια ομπρέλα επάνω από το κεφάλι της, την ανάγκασε να σηκώσει το βλέμμα της.
Εκείνος την κοίταξε και τις χαμογέλασε τρυφερά. " Σε αγαπάω, συγγνώμη. Θέλω να ήμαστε μαζί και οι τρεις μας. Θα μου δώσεις μια δεύτερη ευκαιρία;"
Εκείνη χαμογέλασε, δεν είπε κάτι, μόνο πήρε το χέρι του και το ακούμπησε στην κοιλιά της. Μια μικρή κλοτσιά που ένιωσαν και οι δύο τους για πρώτη φορά, ήταν αρκετή να καταλάβουν.
Η βροχή άρχισε να δυναμώνει τόσο πολύ που πήρε την ομπρελά τους μακριά, όπως και όλη την θλίψη και τα δάκρυα τους.
Εκείνη την μέρα φτάνοντας στο σπίτι, κρέμασε το κόκκινο παλτό της και δεν το φόρεσε ποτέ, το μόνο που τις είχε προσφέρει ήταν δάκρυα και άσχημες αναμνήσεις. Θα αγόραζε άλλο παλτό, ίσως τώρα η ζωή της χαμογελούσε..!
Σοφία Σταθαρου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)