Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Πέμπτη 12 Μαρτίου 2020
Δικαιοσύνη (της Ειρήνης Γερονταρα)
Ανέφελοι ουρανοί
εμπόδιζαν τους αδαείς
να προετοιμαστούν για το αναπόφευκτο.
Κλείνανε τα μάτια ερμητικά
και γράφανε στίχους
να διώξουν το κακό
καθώς το κρύο μέταλλο
άγγιζε τον λαιμό μας.
Κι ύστερα κλαίγανε όσοι μπορούσαν.
Ευτυχώς υπάρχουν εκείνοι
που ζούσαν πάντα στα σκοτάδια.
Καλούνται, τώρα, να φέρουν πίσω το φως.
Κι ας μην το είχαν δει ποτέ τους.
Να θυσιαστούν στον βωμό της αφέλειας των έμπειρων.
Να ξορκίσουν το κακό
Να ξεπλύνουν τα λάθη
όλα με το κατακόκκινο αίμα τους.
Οι άλλοι στίχους έγραφαν.
Κι εμείς τους ζούσαμε.
Οι άλλοι με πλήκτρα πολεμούσαν
Εμείς με σφαίρες.
Οι άλλοι ακόμα ζούνε
κι ανασαίνουν μέσα από τους ρόγχους μας.
Αυτή είναι η δικαιοσύνη των άξιων.
Ειρήνη Γερονταρα
Άτιτλο (της Λίτσας Μοσκιου)
Άσε με να μείνω για πάντα
με την αίσθηση αυτή
όπως
κάθε φορά
που με κρατούσες
στην αγκαλιά σου
την απελπισμένη μου
προσπάθεια
να χωρέσω ολόκληρη μέσα σου
να σ' ανοίξω
μια τεράστια τρύπα
στο στήθος
να μπω εκεί
να καλύψω κάθε κύτταρο
του κορμιού μου
απ' το σώμα σου...
κι όπως θα στριφογυρίζω
στην αγκαλιά σου
να μικραίνω
να μικραίνω τόσο
και να μπαίνω μέσα σου
μέσα απ' τους πόρους σου
να ζεσταίνω το αίμα σου...
Λίτσα Μοσκιου
με την αίσθηση αυτή
όπως
κάθε φορά
που με κρατούσες
στην αγκαλιά σου
την απελπισμένη μου
προσπάθεια
να χωρέσω ολόκληρη μέσα σου
να σ' ανοίξω
μια τεράστια τρύπα
στο στήθος
να μπω εκεί
να καλύψω κάθε κύτταρο
του κορμιού μου
απ' το σώμα σου...
κι όπως θα στριφογυρίζω
στην αγκαλιά σου
να μικραίνω
να μικραίνω τόσο
και να μπαίνω μέσα σου
μέσα απ' τους πόρους σου
να ζεσταίνω το αίμα σου...
Λίτσα Μοσκιου
Τετάρτη 11 Μαρτίου 2020
ΧΙΝΟΠΩΡΑΚΙΑ (της Αρετής Γουργιώτου ΦΥΚΟΕΣΣΑ)
Ζηλεύγω σάς, χινοπωράκια του βουνού με τους μωβανθούς σας.
Καμαρωτά προβάλλετε πάνω στα βράχια και τα ριζιμιά ,πανέμορφα μέσα στην ταπεινότητά σας.
Αυτάρκη και ολιγαρκή συντροφευτά φυτρώνετε καθ’ ομάδες και φθονείτε αν κάποιο από σας δυναμικά υψωθεί σε πέτρας σχισμάδα και μόνο του χαιρετίσει τον ουρανό αυτόφωτο, την μοναξιά αγαπώντας.
Της σιωπής τους ήχους αφουγκράζεστε και των πουλιών τα τιτιβίσματα που φωλεύουν πάνω στα πευκόκλαδα ανασαίνοντας ρετσίνι και ελευθερία.
Κι αν μάτια περιπατητών ποθήσουν την εμορφάδα σας ,συλητές της παρθενικότητάς σας, βιάζεστε τον ερχομό του σύθαμπου για να περιφρουρήσετε την ύπαρξή σας.
-Ω,εσείς, μικρά χινοπωράκια,
κυκλάμινα της καρδιάς μου!
Δώστε μου λίγο από το χρώμα σας.
Χαρίστε μου την γαλήνη σας.
Δωρίστε μου το αδιαμφισβήτητον της
Ανάληψης των πετάλων σας..
Γίνετε αποδέκτες στοργικοί της ψυχής μου!
Αρετή Γουργιώτου ΦΥΚΟΕΣΣΑ
Από την ποιητική συλλογή
"Εσω ιριδισμοι"
Άτιτλο (της Ευδοξίας Γουργιώτη)
Κρατάω τις όμορφες στιγμές μας
γιατί είναι ο μόνος τρόπος
να συνεχίσω να σ' αγαπώ.
Θα μου πεις γιατί δεν
τις ξεχνώ και να πάω
παρακάτω.
Μα η αλήθεια είναι
πως δε θέλω.
Μπήκα σε έναν κύκλο μαζί σου,
που τελειωμό δεν έχει.
Γύρω γύρω πηγαίνω
και η αρχή και το τέλος μας
γίνονται ένα.
Ένας κύκλος που δε
μ' αφήνει να δω παραπέρα.
Εκεί θέλω να μείνω.
Για όσο με πάρει.
Για όσο κανείς άλλος
δε θα καταφέρει να τον ανοίξει.
Εκεί μέσα δίχως να ζητώ κάτι.
Εκεί με τις πολύτιμες αναμνήσεις μας.
Ευδοξία Γουργιώτη
γιατί είναι ο μόνος τρόπος
να συνεχίσω να σ' αγαπώ.
Θα μου πεις γιατί δεν
τις ξεχνώ και να πάω
παρακάτω.
Μα η αλήθεια είναι
πως δε θέλω.
Μπήκα σε έναν κύκλο μαζί σου,
που τελειωμό δεν έχει.
Γύρω γύρω πηγαίνω
και η αρχή και το τέλος μας
γίνονται ένα.
Ένας κύκλος που δε
μ' αφήνει να δω παραπέρα.
Εκεί θέλω να μείνω.
Για όσο με πάρει.
Για όσο κανείς άλλος
δε θα καταφέρει να τον ανοίξει.
Εκεί μέσα δίχως να ζητώ κάτι.
Εκεί με τις πολύτιμες αναμνήσεις μας.
Ευδοξία Γουργιώτη
Τρίτη 10 Μαρτίου 2020
Αδυνατο να ζήσω μακριά σου (της Λίνας Κατσικα)
Ήθελα να κλάψω, μα δεν το έκανα. Σου έδωσα ένα τελευταίο φιλί και παίρνοντας μαζί μου την ανάσα σου, κατευθύνθηκα προς την πόρτα. Πριν την κλείσω πίσω μου σε κοίταξα. Με κοίταζες κι εσύ με μια απορία στα μάτια, σαν να μου έλεγες: «Γιατί;». Το ένιωθα πως ήσουν έτοιμος να τρέξεις, να με κρατήσεις, να μ’ εμποδίσεις να κάνω αυτό που είχα αποφασίσει. Κλείνοντας την πόρτα, ακούμπησα πάνω της, χωρίς να έχω τη δύναμη να προχωρήσω. Ένα σφίξιμο στο στήθος, σαν μια μέγγενη να πιέζει την καρδιά μου, έκανε την αναπνοή μου να βγαίνει με δυσκολία. Πίσω από το ξύλο που μας χώριζε άκουγα θαρρείς τους χτύπους της καρδιάς σου. Χάιδεψα ανάλαφρα το άψυχο υλικό κι απομακρύνθηκα.
Λίγο πριν μπω στο αυτοκίνητό μου, γύρισα και κοίταξα προς το διαμέρισμα αναζητώντας τη μορφή σου. Nα σε δω για άλλη μια φορά, την τελευταία. Να αποτυπωθεί η εικόνα σου στα μάτια μου. Σε είδα να στέκεσαι στο παράθυρο, λες και είχες διαβάσει τη σκέψη μου. Ακουμπούσες τα χέρια σου στο τζάμι. Έβρεχε καταρρακτωδώς. Είχα γίνει μούσκεμα. Κρύωνα. Κι όμως στεκόμουν εκεί να σε κοιτώ. Σου πέταξα ένα φιλί και μπήκα στο αυτοκίνητο. Άναψα τη μηχανή με κόπο. Οι υαλοκαθαριστήρες δούλευαν στο τέρμα και πάλι με δυσκολία απομάκρυναν το νερό που με μανία χτυπούσε στο παρμπρίζ.
Ξεκίνησα χωρίς να ξανακοιτάξω πίσω μου. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινες να κοιτάς τον άδειο από την παρουσία μου δρόμο. Δεν πήγα σπίτι μου. Έπρεπε να βάλω σε μια τάξη τις σκέψεις μου πρώτα, την ίδια μου τη ζωή. Έφευγα. Σε άφηνα. Δε γινόταν αλλιώς. Το ξέραμε και οι δυο πως κάποια στιγμή θα έφτανε το τέλος. Από τους δυο μας βρήκα εγώ τη δύναμη να το κάνω. Εσύ απλώς συμφώνησες στο αναπόφευκτο. Πώς ν’ αντέξει κανείς μια ζωή κλεμμένη; Πόσο; Κι όμως, όσο κι αν έγινε συνειδητά, πονούσε σαν ανοιχτή πληγή που έχασκε κι αιμορραγούσε. Το άρωμά σου ήταν ακόμη πάνω στα ρούχα μου. Ένιωθα τα χέρια σου να με αγγίζουν, τη θέρμη της αγκαλιάς σου, το κορμί σου να τρέμει και να βρυχάται πάθος και αγάπη ταυτόχρονα. Πώς θα μάθω να ζω χωρίς αυτά; Πώς να ανασαίνω χωρίς εσένα; Δεν άντεξα. Έσπασα. Αναλύθηκα σε κλάμα που γρήγορα έγινε λυγμός και τράνταζε όλο μου το σώμα. Πάτησα φρένο και σταμάτησα, όταν συνειδητοποίησα πως ήμουν και πάλι έξω από το σπίτι σου. Έσκυψα πάνω στο τιμόνι, αποκαμωμένη ψυχικά. Ούτε κατάλαβα πότε άνοιξε η πόρτα του αυτοκινήτου, ούτε πως ένα δυνατό χέρι με τράβηξε έξω. Σάστισα όταν σε είδα μπροστά μου.
«Δεν μπορώ, μου φώναξες. Είναι πάνω από τις δυνάμεις μου. Δεν θέλω, δεν το καταλαβαίνεις;»
Πριν προλάβω να αντιδράσω, έκλεισες τα χείλη μου με τα δικά σου. Με σήκωσες στα χέρια και με οδήγησες στο διαμέρισμα. Ο έρωτάς σου λίγο αργότερα, αχόρταγος, μου έκοβε την ανάσα, ενώ την ίδια στιγμή ξαναγεννιόμουν στα χέρια σου.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)