Στέκεσαι ακίνητος, σκεπτικός, βουρκωμένος.
Το βλέμμα σου κενό, άδειο.
Ο νους σου τρέχει πάλι εκεί,
σε εκείνα τα ανελέητα γιατί
που σε βασανίζουν
και σε κάνουν να παλεύεις
μέρα νύχτα με θεούς και δαίμονες..
Σε κοιτάζω..
Είμαι εκεί, δε με βλέπεις..
Δε μπορείς να με δεις..
Δε γίνεται να με δεις με τόσο θολωμένα μάτια..
Θέλω να σου μιλήσω,
αλλά φοβάμαι..
Δε θέλω να διακόψω τη σκέψη σου.
Δε θέλω να διακόψω τη σιωπή σου.
Μένω εκεί, δίπλα σου
κι ας μη με βλέπεις
κι ας μη με αισθάνεσαι..
Μένω εκεί γιατί σ' αγαπώ
κι ας μην το βλέπεις...
Κι ας μη με βλέπεις...
Τζούλια Παπά
Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020
Από βασίλισσα Σταχτοπούτα (της Εύας Κοτσικου)
Στο τέλος της μέρας ο διακόπτης γυρνάει.
Οι φωνές ησυχάζουν.Τα φώτα σβήνουν.
Τα νευρικά γέλια παύουν να ηχούν.
Τα επιτηδευμένα χαμόγελα παγώνουν στα χείλη.
Στο τέλος της μέρας το πολύχρωμο σκηνικό αλλάζει. Μπαίνουν μέσα βιαστικά δύο σκιές και σέρνουν τα πλουμιστά και βαριά έπιπλα και το μόνο που αφήνουν στη σκηνή είναι ένα παλιό, σιδερένιο κρεβάτι με ανάκατα λευκά σεντόνια.
Στο τέλος της μέρας δεν είμαι πια βασίλισσα.
Βγάζω βιαστικά το χάρτινό μου στέμμα και το πετάω σε μια καρέκλα. Σκουπίζω με τα χέρια το κόκκινο κραγιόν μου να φύγει, δε το θέλω, σαν αίμα είναι πάνω στα χείλη μου από τα ψέματα που είπα. «Είμαι καλά», «Δεν έχω τίποτα», «Δεν πονάω».
Κοιτάω στον καθρέφτη.
Πόσο αστείο μοιάζει αυτό το ρούχο επάνω μου, πόσο άτσαλα φορεμένο στο κορμί μου, κεντημένο με σιωπές και απουσίες, ραμμένο με φόβους και πληγές. Το πετάω.
Και τώρα, ολόγυμνη, η ψυχή μου μπροστά στον καθρέφτη χωρίς στολίδια, χωρίς φτιασίδια με κοιτάει κατάματα.
Ντρέπεται, κλαίει, τρέμει, κρύβεται πίσω από δύο χέρια όπως τα μωρά όταν φοβούνται.
Τρέχει και παίρνει τα κουρέλια της από το πάτωμα να καλύψει αυτή τη γύμνια, να πάψει να νιώθει ενοχή, να μην ντρέπεται, να μην κρυώνει. Τώρα πια δεν είμαι βασίλισσα.
Η σιγουριά στραπατσαρίστηκε και η αυτοπεποίθηση έβγαλε τη μάσκα της.
Είμαι μικρή. Πολύ μικρή. Τόση δα.
Ένα κορίτσι με κουρέλια στο κορμί και μια καρδιά με μπαλώματα στα χέρια.
Με λυμένα, αχτένιστα μαλλιά και μια λύπη στα μάτια. Είμαι μικρή. Μισή. Τόση δα.
Δεν είμαι πια βασίλισσα.
Τρέχω στο παλιό, σιδερένιο κρεβάτι με τα ανάκατα λευκά σεντόνια.
Κλείνω τα μάτια να μη με βλέπω.
Κλείνω τα αυτιά να μην ακούω το κλάμα μου.
Κουλουριάζομαι σε στάση εμβρυακή και αποκοιμιέμαι.
Σιγοψιθυρίζω με λυγμούς μέσα στον ύπνο μου: «Καληνύχτα Σταχτοπούτα».
Εύα Κοτσικου
Οι φωνές ησυχάζουν.Τα φώτα σβήνουν.
Τα νευρικά γέλια παύουν να ηχούν.
Τα επιτηδευμένα χαμόγελα παγώνουν στα χείλη.
Στο τέλος της μέρας το πολύχρωμο σκηνικό αλλάζει. Μπαίνουν μέσα βιαστικά δύο σκιές και σέρνουν τα πλουμιστά και βαριά έπιπλα και το μόνο που αφήνουν στη σκηνή είναι ένα παλιό, σιδερένιο κρεβάτι με ανάκατα λευκά σεντόνια.
Στο τέλος της μέρας δεν είμαι πια βασίλισσα.
Βγάζω βιαστικά το χάρτινό μου στέμμα και το πετάω σε μια καρέκλα. Σκουπίζω με τα χέρια το κόκκινο κραγιόν μου να φύγει, δε το θέλω, σαν αίμα είναι πάνω στα χείλη μου από τα ψέματα που είπα. «Είμαι καλά», «Δεν έχω τίποτα», «Δεν πονάω».
Κοιτάω στον καθρέφτη.
Πόσο αστείο μοιάζει αυτό το ρούχο επάνω μου, πόσο άτσαλα φορεμένο στο κορμί μου, κεντημένο με σιωπές και απουσίες, ραμμένο με φόβους και πληγές. Το πετάω.
Και τώρα, ολόγυμνη, η ψυχή μου μπροστά στον καθρέφτη χωρίς στολίδια, χωρίς φτιασίδια με κοιτάει κατάματα.
Ντρέπεται, κλαίει, τρέμει, κρύβεται πίσω από δύο χέρια όπως τα μωρά όταν φοβούνται.
Τρέχει και παίρνει τα κουρέλια της από το πάτωμα να καλύψει αυτή τη γύμνια, να πάψει να νιώθει ενοχή, να μην ντρέπεται, να μην κρυώνει. Τώρα πια δεν είμαι βασίλισσα.
Η σιγουριά στραπατσαρίστηκε και η αυτοπεποίθηση έβγαλε τη μάσκα της.
Είμαι μικρή. Πολύ μικρή. Τόση δα.
Ένα κορίτσι με κουρέλια στο κορμί και μια καρδιά με μπαλώματα στα χέρια.
Με λυμένα, αχτένιστα μαλλιά και μια λύπη στα μάτια. Είμαι μικρή. Μισή. Τόση δα.
Δεν είμαι πια βασίλισσα.
Τρέχω στο παλιό, σιδερένιο κρεβάτι με τα ανάκατα λευκά σεντόνια.
Κλείνω τα μάτια να μη με βλέπω.
Κλείνω τα αυτιά να μην ακούω το κλάμα μου.
Κουλουριάζομαι σε στάση εμβρυακή και αποκοιμιέμαι.
Σιγοψιθυρίζω με λυγμούς μέσα στον ύπνο μου: «Καληνύχτα Σταχτοπούτα».
Εύα Κοτσικου
Πέμπτη 5 Μαρτίου 2020
Κρησφύγετο (της Γεωργίας Κιτσουκη Βασιλειαδου)
Έχτισα ένα βασίλειο για τους χειμώνες μου
κι άλλο ένα για τα καλοκαίρια
και ύστερα ζωγράφισα ένα φράχτη
από λουλούδια άγνωστα και πολύχρωμα
Εκεί διαφεντεύω για χρόνια
Καθώς επιστρέφω αγγίζω μια υπομονή
και ύστερα κρύβω πίσω από ένα καθρέφτη
τις ανασφάλειες και τις απογοητεύσεις
Κι ύστερα κρύβομαι κι εγώ
στην ασφάλεια της ανατολικής πλευράς
εκεί που ο ήλιος σαν ανατέλλει
μου μηνύει να ξεχάσω κάθε σκοτεινή γωνιά
και να χαμογελάσω που συναντιόμαστε πάλι
Στην κάθε μέρα ζωγραφίζω κι ένα χαμόγελο
για κάθε ώρα, στο κάθε δωμάτιο,
κι ένα μεγάλο για όλους
Εκείνο το κρεμάω στην πόρτα, στολίδι
φτιαγμένο με έγνοια και αγάπη
Μα όσο κι αν κρύβομαι, καμιά φορά τρυπώνουν,
πότε ξεδιάντροπα απ την πόρτα, άλλοτε από χαραμάδες
πόνοι, δάκρυα, αγωνίες, άγχη
Κι όλα έχουν για αποστολέα, ανθρώπους
Δικούς μου
Κι εγώ είμαι τόσο φιλόξενη
Τελικά το κρησφύγετο ήθελε επισκευή
Κι εγώ, μόνο να ζωγραφίζω έμαθα...
Γεωργία Κιτσουκη Βασιλειαδου
κι άλλο ένα για τα καλοκαίρια
και ύστερα ζωγράφισα ένα φράχτη
από λουλούδια άγνωστα και πολύχρωμα
Εκεί διαφεντεύω για χρόνια
Καθώς επιστρέφω αγγίζω μια υπομονή
και ύστερα κρύβω πίσω από ένα καθρέφτη
τις ανασφάλειες και τις απογοητεύσεις
Κι ύστερα κρύβομαι κι εγώ
στην ασφάλεια της ανατολικής πλευράς
εκεί που ο ήλιος σαν ανατέλλει
μου μηνύει να ξεχάσω κάθε σκοτεινή γωνιά
και να χαμογελάσω που συναντιόμαστε πάλι
Στην κάθε μέρα ζωγραφίζω κι ένα χαμόγελο
για κάθε ώρα, στο κάθε δωμάτιο,
κι ένα μεγάλο για όλους
Εκείνο το κρεμάω στην πόρτα, στολίδι
φτιαγμένο με έγνοια και αγάπη
Μα όσο κι αν κρύβομαι, καμιά φορά τρυπώνουν,
πότε ξεδιάντροπα απ την πόρτα, άλλοτε από χαραμάδες
πόνοι, δάκρυα, αγωνίες, άγχη
Κι όλα έχουν για αποστολέα, ανθρώπους
Δικούς μου
Κι εγώ είμαι τόσο φιλόξενη
Τελικά το κρησφύγετο ήθελε επισκευή
Κι εγώ, μόνο να ζωγραφίζω έμαθα...
Γεωργία Κιτσουκη Βασιλειαδου
Νύχτα μοναξιάς (της Έλενας Μαυροειδή)
Νύχτα μοναξιάς κι απόψε, παράξενη που είναι η σιωπή αργούν οι ώρες να περάσουν σε αδιάβατα μονοπάτια περπατούν.
Κι η ανάσα μου, κι αυτή αγκομαχά περνοντας απ το δρόμο της καρδιάς, κι ύστερα χάνεται ...
Νύχτα λησμονιάς, ξεχασμένες κι οι χαρές, δεν χτυπάει το τηλέφωνο, άδικα περιμένω να ακούσω τα βήματα σου στην πόρτα, αλλού σε βρήκε η νύχτα ...
Κι ακούω τον χτύπο του ρολογιού που σπάνε τη σιωπή, κάνω κρυφά μια προσευχή, όταν θα φτάσουν εκατό να ρθεις, κάθε φορά το ίδιο ...
Νύχτα μοναξιάς, στριμώχνονται οι αναμνήσεις, ποια πρώτη μπροστά μου να φανεί, ποια θα μου σπάσει τη σιωπή να θορυβήσει,και ποια θα με πονέσει πιο πολύ.
Στο τέλος πάντα εσύ ο πρωταγωνιστής ...
Έλενα Μαυροειδή
Κι η ανάσα μου, κι αυτή αγκομαχά περνοντας απ το δρόμο της καρδιάς, κι ύστερα χάνεται ...
Νύχτα λησμονιάς, ξεχασμένες κι οι χαρές, δεν χτυπάει το τηλέφωνο, άδικα περιμένω να ακούσω τα βήματα σου στην πόρτα, αλλού σε βρήκε η νύχτα ...
Κι ακούω τον χτύπο του ρολογιού που σπάνε τη σιωπή, κάνω κρυφά μια προσευχή, όταν θα φτάσουν εκατό να ρθεις, κάθε φορά το ίδιο ...
Νύχτα μοναξιάς, στριμώχνονται οι αναμνήσεις, ποια πρώτη μπροστά μου να φανεί, ποια θα μου σπάσει τη σιωπή να θορυβήσει,και ποια θα με πονέσει πιο πολύ.
Στο τέλος πάντα εσύ ο πρωταγωνιστής ...
Έλενα Μαυροειδή
Τετάρτη 4 Μαρτίου 2020
Μελαγχολία (της Λιλης Βασιλάκη)
Μελαγχολία μου, αχνή σκιά,
ντυμένη ωχρή σαν καταχνιά.
Για φορεσιά, τον γκρι μανδύα,
μες την ψυχή κάνεις περιπολία...
Μελαγχολία, σκιά μου μόνη,
χλωμές ρυτίδες στη σκέψη στρώνει.
Χαμένο βλέμμα, θολό παραστρατεί.
Βουλιάζει ο νους, οκνός σαν τέλμα,
κι αποκοιμιέται σε γκρίζο γέρμα...
Μες την ψυχή φρικτό κενό.
Με την διάθεση, σ' αφοπλισμό,
με την ανία παροπλισμένη
και με την λύπη καλοντυμένη.
Χλωμάδα σέρνεις στον ουρανό,
μέρας ανήλιαγης, μ' ωχρό φουστάνι,
τόσο φτωχή, σαν ένα χάνι...
Μελαγχολία, μια νύχτα άναστρη,
χωρίς πνοή, χωρίς φεγγάρι,
γερμένη μόνη στο μαξιλάρι.
Σβήνεις τα όνειρα και τις ελπίδες,
που προσπαθούν να δουν αχτίδες...
Βουβό, ακόμη, ως και τ' αηδόνι.
Με τη σιωπή του πως με πληγώνει...
Μες στην καρδιά αχολογά η ερημιά.
Καρτέρι στήνει η μοναξιά.
Κι η πλήξη δίπλα καραδοκεί,
θλίψη επάρατη αδημονεί...
Λιλή Βασιλάκη
Από τη συλλογή "ροές ψυχής"
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)