Πέμπτη 26 Απριλίου 2018

Παραμύθι ή "παραμύθι" (του Χρήστου Παπαχρυσάφη)

Η ιστορία που θα γράψω είναι κάτι που μου συνέβη πριν από τέσσερα περίπου χρόνια.  
Λόγω του ότι ζούμε στην εποχή της αμφισβήτησης ίσως κάποιοι να την θεωρήσουν σαν “δημιούργημα της φαντασίας μου”, αυτούς θα τους παραπέμψω στην τελευταία μου παράγραφο.
Είχα κάποτε γνωρίσει ένα αξιόλογο άτομο, νοικοκύρη, άτομο που μέσα από κόπους χρόνων μπόρεσε να δώσει δουλειά σε πάνω από 10 άτομα, άτομο που με το σταυρό στο χέρι μπόρεσε και έκανε μια αξιόλογη οικογένεια, αλλά από την μια η αρρώστια του και από την άλλη η κρίση αναγκάστηκε και  έκλεισε την βιοτεχνία του. Σαν να  μην έφτανε αυτό τα χρήματα που χρειαζόταν για την ασθένεια του ήταν πολλά.
Κάποια στιγμή συνάντησα τον γιο του 13 χρονών ο οποίος πουλούσε αναπτήρες και στυλό και λόγω του ότι ήξερα την περίπτωση έβγαλα να του δώσω χρήματα χωρίς να πάρω κάτι. Η απάντηση που πήρα με πάγωσε «δεν ζητιανεύω κύριε, πουλάω». Να ανοίξει η γη να με καταπιεί! Πήρα φυσικά κάτι αφού πουλούσε.
Άκουσα κάποιους να  κατηγορούν το παιδί και τον πατέρα του πως έχουν διαλέξει την εύκολη λύση για να βγάλουν χρήματα. Αυτή είναι η σκέψη του νεοέλληνα που ξαφνικά πιστεύει πως ανακάλυψε τον τροχό μέσα από την πράξη ενός 13χρονου. Του νεοέλληνα που πιστεύει πως μόνον οι δικές του ανάγκες είναι υπαρκτές. Ίσως και να τους εκνεύρισε η απάντηση του μικρού στο σχόλιο τους. «Συγνώμη αν χάλασα την ευημερία σας αλλά για μένα προέχει η υγεία του πατέρα μου».

Και εγώ που ήξερα ντράπηκα και για λογαριασμό τους. Και επειδή στη ζωή μου προσπαθούσα να μη προκαλώ τους άλλους, να μη προσβάλω τους άλλους, να μην αμφισβητώ τους άλλους και γενικά να είμαι αυτό που λένε “καλό παιδί” μου έχουν μείνει πολλά αποθέματα ντροπής. Εμπρός λοιπόν, προσβάλλετε τον πλησίον σας, αμφισβητήστε, βρίστε και μη νοιάζεστε. Θα ντρέπομαι εγώ για λογαριασμό σας. 



Χρήστος Παπαχρυσάφης

Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

ΕΑΡ ( της Δώρας Μεταλληνού)


Τι γύρευε ένα εμβόλιμο έαρ 
σε διαρκή χειμαζώμενη ζωή;
Τα τρύπια μανίκια του κόσμου χαμογέλασαν
Κι οι καρδιές αναπάντεχα σκίρτησαν
Αναθρώσκων καπνός από τα απομεινάρια
χάιδεψε φιγούρες σε κορνίζες κενές
χαμογέλασε μια μικρή ουτοπία
ένα τριαντάφυλλο άλλαξε χρώμα
Κι εκείνη η κούκλα μέσα στις στάχτες ζωντάνεψε
ο κουτσός στρατιώτης βρήκε το χαμένο του πόδι
Κι όλα στο χάδι μιας ακτίνας
που άρχισε να φέγγει
μια γουλιά έαρος
μια νύξη πως μέσα σε χειμώνες κυοφορείται 
Ανάταση!


Δώρα Μεταλληνού



Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Δίδυμη Μοναξιά (της Λιλής Βασιλάκη)



Του ρολογιού οι δείχτες με τρυπάνε..
Της ερημιάς μου το κενό μετράνε...
Και νάτη, πάλι, ίσκιος με τρομάζει..

-Με τη δική σου η ψυχή μου μοιάζει!
Μιλά με βλέμμα που τρυπάει.. με δαμάζει...
Με μια πνοή τα χνώτα συνταιριάζει,
 της σκέψης τα ηνία σαν αρπάζει. ..

-Εσύ 'σαι η  Μοναξιά, κι εγώ 'μαι το ξενύχτι.
Ωχρά φαντάσματα κι οι δυο στο ίδιο σπίτι...
Δυο ξέστρατοι και πλανεμένοι αλήτες,
της παγωνιάς δυο απόστρατοι σπουργίτες...

Της απαντώ και μια ρωγμή βαθιά ανοίγω,
στα σωθικά του νου μου πριν ξεφύγω...
Σαν οιμωγή ολούθε αλυχτάει
και της ψυχής τις αντοχές τρυγάει...
Σε  ξέφτια  ίνα με ίνα τις μαδάει,
στης λήθης την ακτή  κουρέλι με πετάει...
Έρμαιο γίνομαι μιας γύρας κομπολόι.
Της λησμονιάς το γκρίζο μοιρολόι...

-Τις ίδιες ώρες, δες, κενές μετράμε.
Τις ίδιες νότες της σιωπής χτυπάμε.
Δυο δίδυμες ψυχές που στάζουν πίκρα,
αυτάδελφες στης ερημιάς τα πλήκτρα...
Ακούς; Σιγή...κανείς δεν μας ακούει...
Το δάκρυ της ψυχής μονάχα κρυφακούει...

Τις βρήκε κει η αυγή αγκαλιασμένες,
στο σύστρατο της πλήξης ανταριασμένες...


Λιλή Βασιλάκη
Από τη συλλογή"ταξίδι στο δρόμο της ουτοπίας"

Το παραθύρι (της Κουτσούκου - Κλεάνθη Αναστασίας)


Άνοιξα το παράθυρο
τον ήλιο ν' απολαύσω,
το πρόσωπό σου,αντίκρυσα,
μέσ' την καρδιά το βάζω.

Αγάπη επλημμύρησε
η άδολη καρδιά μου,
αγάπη απ' την ψυχούλα μου,
που βάλσαμο μου μοιάζει.

Το παραθύρι τούτο 'δω
τη νύχτα θε ν'ανοίξω,
τι μου φυλάει,για να δω
τη ζήση για ν' αντέξω.

Αστέρι τόσο λαμπερό,
που Δίας θε να μοιάζει,
ξεσήκωσε τη σκέψη μου,
με βγάζει στο περβάζι.


Αναστασία Κουτσουκου - Κλεάνθη



Σάββατο 21 Απριλίου 2018

Διάβασε (της Σοφίας Τανακίδου)


Και κουράστηκαν οι άνθρωποι να εξηγούν και σώπασαν.
Και ξεχείλισαν τα αισθήματα
Και γέμισαν λέξεις τους δρόμους.
Λέξεις δάκρυα.
Λέξεις καυτές.
Βροχή και λάβα.

Και τις έκλεψαν οι σιωπηλοί ποιητές και οι ονειροπόλοι συγγραφείς,
μες στα βιβλία τις έκρυψαν να μη ξεχαστούν.


Διάβασε τα,
τώρα που όλοι σωπαίνουν.
Διάβασε τα,
να μάθεις γιατί δε πρέπει να σωπάσεις.


Σοφία Τανακίδου