Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2020

Άτιτλο (της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου)



Το βράδυ έπεσε άψυχο μες το δωμάτιο.

Κανείς δεν του ‘δωσε σημασία.

Όλοι ήταν απασχολημένοι με την τελετή ενός προαναγγελθέντος θανάτου.

Τα χέρια της γυναίκας γέμιζαν αθόρυβα τα ρηχά πιάτα.

Θαρρείς και θα γρατζούνιζε ο ήχος απ’ το ξαναζεσταμένο φαγητό, το εύθραυστο της αντοχής τους.

Τα πόδια του άντρα ταξίδευαν με οχλαγωγία σε άχραντους τόπους, σε μυρωδιές αλαργινές, με τα κουπιά καρφωμένα στο πάτωμα.

Η λάμπα σαν ποινή έκαιγε πάνω απ’ τα πρόσωπα τους.

Τα βλέμματα έσμιξαν πάνω απ’ το μεγάλο καρό τετράγωνο του τραπεζομάντιλου, και χαμήλωσαν τρομαγμένα, τόσο όσο, να μπουν  οι σκέψεις ανάμεσα τους.

Τόσο όσο, να είναι ασφαλή.

Η τηλεόραση απλά συμμετείχε σ' αυτή την επώδυνη ασέλγεια ψυχών.

«Θα κρυώσει το φαγητό», ακούστηκε να λέει η ηθοποιός στο καθημερινό σήριαλ, με μια φωνή, που σαν ανήλεος αντίλαλος τους φάνηκε.

Τα  στόματα μηχανικά, άρχισαν να μασάνε τη σιωπή,  άρχισαν να μπουκώνουν με τη στιφάδα του κενού..

Πότε ήταν να δεις που χώθηκε έντρομη στην ασφάλεια της αγκαλιάς του;

Πότε ήταν να δεις που γέλαγε γλυκά η απαντοχή της;

«Δε θυμάμαι πότε έφαγα με όρεξη τελευταία φορά», απάντησε μια ξένη φωνή, κάπου στο ενδιάμεσο της οδυνηρής κατάποσης.

«Τη θλιβερή συνουσία των απόντων γεύσεων μόνο θυμάμαι».

«Το άρωμα της απουσίας».

Ναι, αυτό το κυρίαρχο άρωμα που εγκλωβίστηκε στον ουρανίσκο.

.

Μια ακόμη ξοδεμένη νύχτα  έγειρε να αναπαυτεί.

Μια ακόμη χαμένη αθωότητα ξέρασε πιο δίπλα τα δύσπεπτα της, πριν κηδευτεί στο τέλος της.

Έκανε κρότο ο επιθανάτιος ρόγχος της...

Σαν τις πέτρινες μπουκιές που έσταζαν απ’ τα σφραγιστά χείλη.

Σαν τα λάθη που λέκιαζαν τα μέτωπα με σκούρες σταγόνες απόγνωσης.

.


Κάπου όχι πολύ μακριά, το αύριο άνοιγε τα μάτια δύσθυμο.

''Γιατί με ξυπνάν''; μουρμούρισε.

''Τι θα αλλάξει απ' τα χθες; ''


Κωνσταντίνα Σταθακοπουλου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου