Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2020
ΜΝΗΜΕΣ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΖΩΗΣ (της Βάγιας Μπαλή)
Καθόταν στο παγκάκι του πάρκου, όπως έκανε κάθε πρωί πριν ξεκινήσει την δουλειά του διαβάζοντας την εφημερίδα, πίνοντας τον καφέ του, τον οποίο είχε πάρει από το απέναντι ακριβώς καφενεδάκι μαζί με ένα κουλούρι Θεσσαλονίκης που βρισκόταν ακόμα μέσα στη μικρή διαφανή σακούλα. Στα εικοσιεπτά του χρόνια ο Πλάτωνας, καθηγητής φιλόλογος στο δημόσιο λύκειο όπου βρισκόταν ένα τετράγωνο παρακάτω από το μικρό αυτό παρκάκι που συνήθιζε να περνάει τις πρώτες ήσυχες στιγμές της μέρας του πριν από το σχολείο. Αυτή η φορά δεν ήταν ίδια με τις άλλες και το πρόσεξε σχεδόν αμέσως μόλις άφησε την εφημερίδα από τα χέρια του και έκανε να πιάσει το χάρτινο ποτήρι του καφέ. Αμέσως το βλέμμα του πήγε ελάχιστα μέτρα πιο κάτω, στην άκρη σχεδόν του πάρκου που διακρίνονταν σαν μικρός σωρός από κουβέρτες και μέσα τους κάτι σαν να σαλεύει. Αμέσως σηκώθηκε και πήγε προς το μέρος εκείνο να δει τι συνέβαινε. Στάθηκε πάνω από τις κουβέρτες και δύο κουρασμένα μάτια ξεπρόβαλαν μέσα από αυτές διστακτικά και τον κοίταζαν. Εκείνος τα έχασε και πισωπάτησε. Τότε ένας γεράκος με μία πλούσια γενειάδα πέταξε τις κουβέρτες και σηκώθηκε όρθιος, κοιτάζοντας τον νεαρό καθηγητή διερευνητικά. Ο καθηγητής κατάφερε να βρει την ψυχραιμία του και έπειτα του ζήτησε συγγνώμη για την αδιακρισία του καθώς επίσης και για το ότι πιθανότατα τον είχε ξυπνήσει. Δεν περίμενε να πάρει κάποια απάντηση, αφού θεώρησε πως ο γεράκος εκείνος θα ήταν κάποιος αλλοδαπός, ο οποίος δεν θα είχε καταλάβει τίποτα από αυτά που μόλις είχε πει εκείνος, εξάλου ήταν πια σχεδόν συχνό φαινόμενο στην πρωτεύουσα οι αλλοδαποί άστεγοι στις γωνιές των δρόμων. Αντί όμως για την σιωπή άκουσε καθαρά μια φωνή να του απαντά: “ Δεν πειράζει παλικάρι μου, εσύ να είσαι καλά”.
Τα είχε χάσει εντελώς και ξαναπήγε πολύ κοντά στον παππού, παρατηρώντας τον σχολαστικά, εκείνος αυτή την φορά: “ Τι έπαθες παλικάρι μου και με θωρείς; Δεν βλέπεις δα και κάτι το αξιοπερίεργο. Ένα παλιόγερο μονάχα που κοιμάται στον δρόμο. Συχνό φαινόμενο στις μέρες μας, δε νομίζεις;” του είπε και έχασε προς στιγμή την ισορροπία του και ο νεαρός έσπευσε να τον κρατήσει πιάνοντας τον με τα δύο του χέρια. Ο γεράκος τον απώθησε αμέσως μόλις ξαναβρήκε την ισορροπία του.
“Συγγνώμη γιέ μου αν σε έσπρωξα, μα δεν θέλω να σου λερώσω το όμορφο κοστούμι σου. Κοίτα με, εγώ είμαι βρώμικος, δεν είμαι για να με ακουμπάει άνθρωπος. Αυτές οι ζαλάδες είναι φίλες μου καλές, με συντροφεύουν από τα νιάτα μου όταν σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι...Απ’ το κρεβάτι...Βλέπεις, η δύναμη της συνήθειας...Νομίζω πως ακόμα κοιμάμαι στο κρεβάτι μου αντί στο πεζοδρόμιο.” Είπε αυτοσαρκαζόμενος κι ένα παράπονο ζωγραφιζόταν στο τελείωμα των λέξεων, ίσως και μία αμυδρή νοσταλγία για τα περασμένα χρόνια.
“Το έχετε κοιτάξει αυτό το θέμα με τις ζαλάδες; Ίσως να είναι κάτι σοβαρό” και ο γεράκος ξέπασε σε δυνατά γέλια
“ Να με συγχωρείς παλικάρι μου που γελάω, μα οι ζαλάδες δεν είναι το σοβαρό στη δική μου ζωη. Μια απλή ορθοστατική υπόταση έχω από νέος”
Ο Πλάτωνας χωρίς να το σκεφτεί δεύτερη φορά πήγε ως το παγκάκι που καθόταν ελάχιστα μόλις μέτρα και έπιασε την διαφανή σακουλίτσα και την έτεινε προς τον φανερά καταβεβλημένο ηλικιωμένο. Κοιτάχτηκαν στα μάτια για λίγα δευτερόλεπτα και έπειτα άρπαξε την σακούλα, έβγαλε το κουλούρι και άρχισε να το γεύεται αργά αργά, σχεδόν απολαυστικά κάθε του μικρή μπουκιά. Ο νεαρός καθηγητής κρατώντας τον καφέ στο χέρι, το έτεινε και αυτό προς εκείνον. Τότε ο παππούς τον αντίκρισε και ήταν σαν να τον ευγνωμονούσε με το βλέμμα του. Ήπιε αμέσως μια μεγάλη γουλιά καφέ και στο πρόσωπό του σχηματίστηκε εικόνα απόλυτης ικανοποίησης. Θαρρείς πως και μόνο με αυτή την γουλιά να άλλαξε πρόσωπο και ξαφνικά θύμιζε νεώτερος. Είχαν καθίσει και οι δύο στο παγκάκι και ο γεράκος συνέχιζε να τρώει το κουλούρι και να πίνει μικρές πια γουλιές καφέ, ίσως γιατί ήθελε να το ευχαριστηθεί και αυτό όσο πιο πολύ μπορούσε, όπως ακριβώς έκανε και με το κουλούρι του.
“Τι δουλειά κάνεις γιε μου” τον ρώτησε καθώς κατέβαζε την τελευταία του μπουκιά
“Φιλόλογος, καθηγητής στο λύκειο της περιοχής”
“Φιλόλογος…” μονολόγησε ο γεράκος με μία θλίψη στα μάτια και έδειξε σα να χάνεται στις σκέψεις του για λίγο.
“Οι περισσότεροι φίλοι μου ήταν Φιλόλογοι και καθηγητές Πανεπιστημίου, γεμάτοι από οράματα, άνθρωποι φωτισμένοι.” Είπε νοσταλγικά κοιτάζοντας στην ευθεία του το πεζοδρόμιο λες και εκεί έβλεπε χίλιες δύο εικόνες από το παρελθόν του.
“ Εσείς, τι δουλειά κάνατε; Πως βρεθήκατε εδώ;” τον ρώτησε σχεδόν με μία ανάσα ο Πλάτωνας, γεμάτος από περιέργεια.
Εκείνος δεν του απάντησε, έσκυψε απλά το κεφάλι του λες και ντρεπόταν ή σαν να έτρεξε ένα δάκρυ από τα κουρασμένα του μάτια και δεν ήθελε από περηφάνια να φανεί. Ο νέος δεν ήθελε να τον φέρει σε δύσκολη θέση.
“Πώς είναι το όνομα σου, καθηγητά μου” τον ρώτησε αδιάφορα χωρις να σηκώσει το κεφάλι του, μόνο και μόνο για να αγνοήσει την ερώτηση που του είχε γίνει πριν από λίγο.
“ Ονομάζομαι Πλάτωνας” του απάντησε κάπως άκεφα, σκεπτόμενος ότι είχε φέρει σίγουρα σε δύσκολη θέση τον γεράκο. Στην απάντηση του, ο ηλικιωμένος σήκωσε το κεφάλι του και του έριξε ένα δύσπιστο βλέμμα. Ο Πλάτωνας ξεκίνησε να μιλά και να εξηγεί πως το όνομά του, το είχε επιλέξει ο πατέρας του, από την αγάπη του σε έναν “μεγάλο” ποιητή φίλο του, από τα φοιτητικά του χρόνια στην Νομική, που έφερε αυτό το όνομα. Ήταν μεγάλος λάτρης των ποιημάτων του, έχοντας στην βιβλιοθήκη του όλες τις ποιητικές συλλογές που είχε εκδόσει. Με το πέρας όμως των χρόνων και τις υποχρεώσεις τις καθημερινές, οι δύο καλοί φίλοι χάθηκαν. Ο ποιητής ήταν ο ανάδοχος του Πλάτωνα, ωστόσο δεν τον θυμόταν καθόλου αφού οι σχέσεις διεκόπηκαν λίγο μετά την βάπτιση και ενω εκείνος ήταν μόλις στα δύο του χρόνια. “Το αγαπώ το όνομά μου” είπε με καμάρι. “ Έμαθα να αγαπώ και τα γραπτά του νονού μου, χωρίς να τον γνωρίζω προσωπικά. Εκείνος, ήταν η κινητήριος δύναμη για να σπουδάσω φιλοσοφική, παρ όλο που δεν το είχα αντιληφθεί αμέσως. Τα ποιήματά του ακόμα και τώρα διδάσκουν, είναι τόσο διαχρονικά κι εγώ επιλέγω ασχέτως με την ύλη που έχουν στα σχολεία να τα αναγνώσκω στα παιδιά και τους παροτρύνω να τον διαβάσουν από μόνα τους και να τον μάθουν. Είναι τόσο όμορφο όταν γραπτά μένουν αναλλοίωτα στο χρόνο και είναι συνάμα πιο επίκαιρα από ποτέ. Σαν ένας προφήτης ο συγκεκριμένος είχε προβλέψει και είχε γράψει για τούτα όλα που συμβαίνουν στον κόσμο. Πόλεμοι, εξαθλίωση, πείνα και απαίδευτος λαός, μικρός μπροστά στους δυνατούς. Με συγχωρείτε, με συνεπήρε η θύμηση μου, για τον νονό μου, Πλάτωνα Πολέμιο και σας κούρασα” απολογούμενος με μία φανερή συγκίνηση στα μάτια.
“ Μιλάς όμορφα αγόρι μου. Τόσο όμορφα, επιπλέον δεν ντρέπεσαι να συγκινηθείς και αυτό είναι μεγάλη αρετή σε έναν άνδρα. Μίλησες για λέξεις δυνατές, που φέρουν μέσα τους έντονο πόνο και οδυνηρό συναίσθημα. Δεν με κούρασες καθόλου, αντιθέτως άκουσα επιτέλους μια φωνή να μιλά, μια φωνή αληθινή. Μόνος εδώ, δεν έχω άνθρωπο να πω μια κουβέντα και εσύ παιδί μου ήρθες από το πουθενά και όσο περιέργο κι αν σου φαίνεται με έκανες να αισθανθώ ξανά μέσα από τα λόγια σου. Πες μου τι άλλο σου έλεγε ο πατέρας σου γι αυτόν λοιπόν τον ποιητή; Κάνε με να ξεχάσω λιγάκι την δική μου μιζέρια και εξαθλίωση, το χω τόσο μεγάλη ανάγκη.”
“Με τον πατέρα μου είχαν βρεθεί πρώτη φορά σε μία βραδιά ποίησης που διοργάνωνε η φοιτητική λέσχη απ’ ότι μου είχε αναφέρει. Με το που άκουσε το πρώτο του ποίημα αμέσως μαγεύτηκε με την γραφή του και δεν τον αδικώ. Αυτός ο λυρισμός, χωρίς όμως να ωραιοποιεί καταστάσεις, να γίνεται πέραν του δέοντος ονειροπόλος είναι που μάγεψε και εμένα. Αφήνει τον αναγνώστη να ονειρευτεί τόσο όσο η εποχή του το επιτρέπει και όπως και τώρα έτσι και τότε ο λαός δεν είχε χρόνο για πολλές ονειροπολήσεις, αντιθέτως η αφύπνιση ήταν κάτι που υπήρχε στην ποίησή του και η ασίγαστη φωτιά για την υλοποίηση στόχων και την ανύψωση του ανθρώπου που τα βγάζει δύσκολα πέρα και προσπαθεί να επιβιώσει.” Αφού είπε τα τελευταία λόγια δαγκώθηκε αμέσως όταν σκέφτηκε δίπλα σε ποιον άνθρωπο κάθεται και τα αναφέρει. Η επόμενη κίνηση του ήταν να κοιτάξει το ρολόι του και μ’ ένα απότομο σάλτο σχεδόν πήδηξε από το παγκάκι έντρομος.
“Χριστέ μου, πέρασε η ώρα και έχασα την πρώτη ώρα διδασκαλίας εντελώς” είπε πανικόβλητος
“Ούτε ειδοποίησα πως κάτι μου έτυχε τελευταία στιγμή. Θα με ψάχνουν από το σχολείο” συνέχισε στο ίδιο ανησυχητικό ύφος.
Κοίταξε τον γεράκο, ο οποίος φαινόταν να μην ακούει λέξη και να είναι χαμένος θαρρείς σε έναν δικό του κόσμο πάλι, γεμάτο ίσως από αναμνήσεις αφού στα μάτια του πια διακρίνονταν καθαρά τα δάκρυα.
“Πρέπει να φύγω αμέσως.Θα...Θα ξαναέρθω μετά το σχολείο να μιλήσουμε και να σας φέρω κάτι να φάτε” του είπε με ένα ύφος απολογητικό.
.Άρχισε να απομακρύνεται όταν ο ηλικιωμένος του φωναξε “Να πεις του Κώστα, του πατέρα σου, ότι σε μεγάλωσε με ήθος. Είναι περήφανος για σένα ένας άστεγος ποιητής”.
Βάγια Μπαλή
Αγκαλιά θα πει αγάπη (της Λίνας Κατσικα)
Τα μάτια κλείνουν, καθώς ‘βλέπουν’ ό,τι είναι αναγκαίο, τα στόματα σιωπούν-τι παραπάνω να πουν άλλωστε-και τα σώματα ‘κουμπώνουν’ τέλεια το ένα στο άλλο. Η αγκαλιά είναι το απάγκιο στους αέρηδες που φέρνει η ζωή, το λιμάνι στις φουρτούνες της. Καταφύγιο ασφαλές για εκείνους που πονούν, φλογισμένος ουρανός κάποιο ηλιοβασίλεμα για τους ερωτευμένους. Αγκαλιά, λοιπόν, ένα μέρος ν’ ακουμπήσει κανείς, ν’ αγαπήσει και ν’ αγαπηθεί, μια ζεστή ‘φωλιά’ ν’ απιθώσει κανείς την ψυχή του.
Λίνα Κατσικα
Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020
Ελπίδα (της Κατερίνας Σολωμού)
Καλημερα με ευγνωμοσύνη και αισιοδοξία
Eλπίδα
Δε με νοιάζει αν πεθαίνεις τελευταία
Ελπίδα
Δε με νοιάζει αν στον πόνο μου είσαι παρηγοριά
Ελπίδα
Δε με νοιάζει αν στην κάθε ευχή μου είσαι το <<ναι θα γίνει>>
Ελπίδα
Δε με νοιάζει αν στην κάθε προσδοκία μου είσαι συγκαταβατική
Ελπίδα
Δε θέλω να είμαι ζητιάνος σου όταν τα όνειρά μου πολλαπλασιάζονται
.......ελπίζοντας αδρανοποιείται το κάθε μου κύτταρο......σταματάει να αγωνίζεται .
Δε θέλω μονο να ελπίζω
θέλω να ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΙ στον κάθε πόνο .....για κάθε ευχή ...........για κάθε προσδοκία για κάθε μου όνειρο
Οταν αφήνομαι μονο να ελπίζω για το μέλλον..... αργοπεθαίνω
Οταν αγωνίζομαι στο παρόν...... ΖΩ
Κατερίνα Σολωμού
Εγώ τους σκότωσα (της Ιωάννας Πιτσιλλη)
Εγώ τους σκότωσα. Και τους δύο εγώ.
Με τα ίδια μου τα χέρια. Πρώτα αυτόν.
Έπειτα εκείνη.
Έπεσα πάνω τους σαν αγρίμι μέρες νηστικό.
Έχωσα τα νύχια μου στο λαιμό τους.
Τους έβλεπα να προσπαθούν να πάρουν μιαν ανάσα.
Τους τελείωνε το οξυγόνο.
Ήμουν τρελή. Διψούσα για αίμα. Πεινούσα.
Ήθελα να γευτώ τη σάρκα τους.
Αυτός ο αλήτης πάλευε να μου ξεφύγει.
Η άλλη άντεχε ακόμα.
Υπέμενε το μαρτύριο.
Έβλεπε τα μάτια μου.
Δυο λίμνες αίμα.
Τραβούσα αυτόν από τα μαλλιά.
Τον έριχνα κάτω και αυτός πάλι σηκωνόταν. Είχα τρελαθεί.
Είχα παρανοήσει. Ήταν πολύ δυνατός.
Φοβήθηκα πως δε θα τα έβγαζα πέρα μαζί του.
Η άλλη κάτω να με κοιτάει στα μάτια.
Με το ένα χέρι προσπαθούσα να την κρατάω κολλημένη στη γη.
Με το άλλο χτυπούσα εκείνον.
Είχαν κλειστά και οι δύο τα μάτια. Πίστεψα ότι πέθαναν.
Ήμουν σχεδόν σίγουρη.
Ανάσα δεν ακουγόταν. Μόνο σιωπή.
Μόνο σιωπή και το κλάμα μου.
Σηκώθηκα και τους έριξα μια τελευταία ματιά για να βεβαιωθώ.
Δεν ήθελα πια να πιω το αίμα τους.
Είχα ήδη λουστεί με αυτό.
Έφυγα σαν τρελή μέσα στη νύχτα.
Είχα αδειάσει μέσα μου.
Χτύπησε το τηλέφωνο.
Τους βρήκαν μου είπαν.
Ο Έρωτας δεν τα κατάφερε.
Μα η Αγάπη ακόμα ζει.
Ιωάννα Πιτσιλλη
Από την Ποιητική Συλλογή «Ράβδοι πλαστελίνης»
Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ (της Ρούλας Τριανταφύλλου)
Στις ξενιτιές σ’ έκανα γη μου.
Στα ίχνη π΄αφήνει η μνήμη,
Τώρα, στο διάφανο της θάλασσας, αναζητώ τη θύμηση σου.
Μη ρωτάς τι είναι νοσταλγία.
Σαν ντύνεται η νύχτα με άστρα, τα ίχνη της μνήμης χάνονται.
Στο διάφανο της θάλασσας, σβήνει η μορφή σου.
Ό,τι απόμεινε, γκρίζο του χρόνου.
Βίαιο κύμα-αίμα μου-
κοχύλια που σέρνει ο άνεμος.
Ρούλα Τριανταφύλλου
Στρογγυλή μητέρα (της Φωτεινής Ψιρολιολιου)
Ξύπνησα από όνειρο
στα τσαλακωμένα σεντόνια κάθυγρα σχέδια, θολά
είδα τη σύναξη των φίλων στα καλώδια
μάρτυρας έγινα στη φθίνουσα ομορφιά
έγινα μέρος στο νέο σκηνικό
Άλλαζε η σελίδα
διακριτικές οι αφυδατωμένες αρτηρίες στο χώμα
πυρακτωμένα τα μυαλά εντρυφούσαν σε διαφωνίες αιχμηρές
Ο ενιαύσιος κύκλος άρχιζε από χαμηλά
η μόνη σταθερά, στης παραζάλης το χυλό
Μέσα του μπήκα με άλλα δεδομένα, και σκεπτικό συλλογικό
κόντρα στο ένστικτο
ευγνώμων και πάλι
για τη θεϊκή της ευνομία
τη σοφή διαταξη των παραλλήλων της
Φωτεινή Ψιρολιολιου
Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2020
Παραμύθι (της Αννας Μαστρογιάννη)
Μαζευτείτε...αρχίζει το παραμύθι....
Παραμυθακι Χαλιμας κι αποψε θ' απαγγείλω και δεν θα αφήσω ήσυχο, ούτε γνωστό ούτε φίλο!! Τον ύπνο σας θα χάσετε, η ίσως να σκεφτείτε... Πως είμαι απλά μία τρελή....μα θα με θυμηθείτε! Ούτως η άλλως μάθαμε, να τρώμε παραμύθια, μπερδέψαμε που είναι πια το ψέμα κι η αλήθεια!! Για πάμε πολλά χρόνια πριν, τον Αλαντιν να βρούμε τι ζήτησε απ' το Τζινι του, λίγο να θυμηθούμε! Πρίγκηπας να 'ναι γιαλαντζί, το χρήμα να του τρέχει... αδήλωτα εισοδήματα κι εκείνος πέρα βρέχει!!! Και απο δίπλα την Γιασμιν, σανό να την ταίζει.. Κι αυτή η πανηλίθια... παλάτια να του χτίζει!!! Άλλο ένα παράδειγμα, γυναίκας δίχως γνώση, που αγάπησε έναν χαλβά, και τώρα θα πληρώσει!!! Μια ιστορία ανάποδα ήταν ετούτη που είπα, και ίσως και να έκανα μες στο νερό μια τρύπα... Μα αν το δείτε λίγο αλλιώς, ξέρετε πως κουμπώνει.. Το τότε με το σήμερα κι ακόμα μας στοιχειώνει!! Απλά εξελιχθήκανε οι Αλαντίν λιγάκι... Αμάξι εχουν για χαλί, γραβάτα και σακάκι!!! Το Τζίνι ειν' η ψήφος μας, που δύναμη τους δίνει, κι η Ελλάδα σύγχρονη Γιασμίν, ξεφτύλες καταπίνει! Το μάρμαρο με υποταγή έμαθε να πληρώνει, και κάθε αλητεία τους, αυτή να ξελασπώνει!!! Κόκκινοι, μπλε και πράσινοι, οι Αλαντίν γελάνε, γιατί εμείς τους δίνουμε, Τζίνι να κουβαλάνε!! Ίσως ακούγετε άσχετο, μ' αυτή ειν' η αλήθεια, γιατί όλοι μεγαλώσαμε...με λάθος παραμύθια! Στα λόγια τους πιστεύουμε και σπάνια σε πράξεις.. Κι απ' την αρχή έναν λαό..... δύσκολο να διδάξεις!!!! Μια τυχαία παραμυθούΆτιτλο (της Παυλίνας Στυλιανού)
Πως να χωρέσω μάτια μου στον κόσμο τον δικό σου
να γεύομαι τα χείλη σου και να χορταίνω το χαμόγελο σου
Πως να χωρέσω μάτια μου
στους κήπους των ματιών σου
να βυθίζομαι στο γαλάζιο σου
να ταξιδεύω στη θάλασσα των κόκκινων χιλιών σου.
Όπως κοιτάς τον ουρανό που απλώνεται μπροστά σου
μια χαραμάδα φως τρυπώνει στα όνειρα σου
μ’ ένα φεγγάρι στην παλάμη αγκαλιά
γίνεται η αγάπη κόκκινη φωλιά
Παυλίνα Στυλιανού
ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΣΥΝΑΝΤΩ (του Λευτέρη Ασπροπουλου)
Ξέρεις
πολλές φορές προσπαθώ
με λέξεις βαριές και δυσκολονόητες
να διασύρω
τη θνητότητα των διαστάσεων
στις οποίες συναντιόμαστε
όχι επειδή εχθρεύομαι
την πεπερασμένη φύση μας
- απεναντίας, είναι ανακουφιστική -
απλά να, βλέπεις
το ένστικτο της επιβίωσης
κι αφού δε θα μείνω για πάντα
τεκμηριώνω
με το δικό μου μάταιο τρόπο
ότι τάχα αντιτάχθηκα
όσο μπορούσα στο αναπόφευκτο
ακόμα κι έτσι όμως
πού και πού
θα συναντιόμαστε
θα διαπερνώ το είναι σου
ίσως ως προβολή
είτε ως παραίσθηση εγγύτητας
ή ως τεμνόμενη τυχαιότητα
που διχοτομεί
την ύπαρξή σου
ναι, θα συναντιόμαστε
όσο όμως είμαι ακόμα
σε παράλληλο, μ’ εσένα, χρόνο
οι αρτηρίες μου θα πάλλονται
μαινόμενες
σαν σε ποιητικό οίστρο
και θα ερυθροβολούν υποδόρια
ετοιμοπόλεμες
ν' αποτινάξουν με κάθε κόστος
την εξάρτηση όποιας παρούσας
ή μελλοντικής ζωής
για όσο
σου το ‘χα πει εξάλλου
όσο ήμασταν έφηβοι
σου το ξαναθύμισα
και τις προάλλες που ενηλικιωθήκαμε
ότι πεθαίνουμε νέοι
όλοι πεθαίνουμε νέοι
κάποιοι σαν πυροτέχνημα
διασκορπίζονται άπληστα
στις έναστρες νύχτες
κάποιοι μ’ ένα μακάριο ‘κάποτε’
γκριζάρουν δίχως σκέψεις
πλέοντας σε αποκαρωμένους ορίζοντες
κάποιοι πιο τολμηροί
βιτσιόζικα γελούν
και καυλώνουν με το ‘παράλογο’
είτε έτσι, είτε αλλιώς
πεθαίνουμε νέοι
ναι
κι εγώ πασχίζω απλά
να προλάβω
να καμπυλώσω ποιητικά
το χωροχρόνο
για να σε συναντώ
όποτε γουστάρω
ως ανομοιοκατάληκτη
αυθεντικότητα
που αποστηθίστηκε.
Λευτέρης Ασπροπουλος
Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2020
Άτιτλο (της Τζούλιας Παπά)
Μέσα στον κόσμο σου
βυθίστηκα και πάλι...
Στα χρώματα του καμβά σου
σεργιάνισα...
Μέσα στο δροσερό νερό
που έφτιαξες για μένα,
έπλυνα το πρόσωπό μου.
Κάτω απ' το φως σου γαλήνεψα
και δάκρυσα από συγκίνηση.
Εκεί θα μείνω απόψε...
Μέσα στα καθάρια νερά
της λίμνης σου θα ονειρευτώ...
Εσύ κι εγώ μαζί...
Όπως ο ήλιος με τη θάλασσα.
Μαζί...
Όπως η λίμνη σου με το φεγγάρι της. Μαζί...
Παραδομένοι ο ένας,
στην αγκαλιά του άλλου.
Γλυκό φιλί στα χείλη σου θ' αφήσω
κι εσύ θα ψιθυρίσεις... Σ'αγαπώ...
Ένα θα γίνουμε κάπου εκεί στην όχθη της λίμνης που μας έφερε κοντά.
Κι ο καμβάς θα πάρει ζωή,
θα έχει φωνή,
θα έχει ανάσα και καρδιά,
θα έχει κλείσει μέσα του εμάς,
για μια ολόκληρη ζωή...
Μαζί.
Τζούλια Παπά
Ο πίνακας είναι έργο του εξαίρετου εικαστικού Νικολάου Κοτταρίδη.
Μέσα στο δροσερό νερό
που έφτιαξες για μένα,
έπλυνα το πρόσωπό μου.
Κάτω απ' το φως σου γαλήνεψα
και δάκρυσα από συγκίνηση.
Εκεί θα μείνω απόψε...
Μέσα στα καθάρια νερά
της λίμνης σου θα ονειρευτώ...
Εσύ κι εγώ μαζί...
Όπως ο ήλιος με τη θάλασσα.
Μαζί...
Όπως η λίμνη σου με το φεγγάρι της. Μαζί...
Παραδομένοι ο ένας,
στην αγκαλιά του άλλου.
Γλυκό φιλί στα χείλη σου θ' αφήσω
κι εσύ θα ψιθυρίσεις... Σ'αγαπώ...
Ένα θα γίνουμε κάπου εκεί στην όχθη της λίμνης που μας έφερε κοντά.
Κι ο καμβάς θα πάρει ζωή,
θα έχει φωνή,
θα έχει ανάσα και καρδιά,
θα έχει κλείσει μέσα του εμάς,
για μια ολόκληρη ζωή...
Μαζί.
Τζούλια Παπά
Ο πίνακας είναι έργο του εξαίρετου εικαστικού Νικολάου Κοτταρίδη.
Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΓΗ ΑΙΜΟΡΡΑΓΕΙ (του Νίκου Δημογκότση)
Η δική μου γη αιμορραγεί...
Ρακοσυλλέκτης εγώ, της πρώτης μα και της τελευταίας
κραυγής των ανθρώπων, ανοίγω το στόμα μου
και σπαράσσομαι...απ άκρη σ άκρη.
Ότι πολλά τα παιδιά που διαμαρτύρονται πεθαίνοντας,
για ένα ποτήρι γάλα, για ενός χαμόγελου το ψωμί.
Και όλος ο έσω κόσμος μου,
ένα άδειο μοναστήρι, χωρίς σήμαντρα και εικόνες.
Κι αν αχάραγα η φωτοχυσία μου,
συλλέγει βατόμουρα στην άκρη του ποταμού,
οι μεταφορείς απρόθυμοι...κι ας αποσυνδέω
τα δόκανα...φοβούνται τις εξουσίες.
Η δική μου γη αιμορραγεί...
Και μόνος ακούω, πάλι και πάλι, πάνω
στα Επιφάνεια της ζωής,
ζωηρό το ποδοβολητό του θανάτου.
Και πάλι μόνος ακούω,
από τα στρατόπεδα της Μοναξιάς μας,
τους πολεμικούς ανταποκριτές να αναμεταδίδουν,
τόσες χιλιάδες οι νεκροί στρατιώτες, τόσες χιλιάδες
τα παράπλευρα θύματα, και τόσα
τα κομμένα δάχτυλα του Φθινοπώρου.
Η δική μου γη αιμορραγεί...
Στις χλωμές φυλακές τους οι άνθρωποι, ρευστοποιούν
τη συνείδηση, και λαμπροί ζητιάνοι γίνονται,
σε μπαρ, σε καφενεία, σε μαλακούς καναπέδες.
Και τα πουλιά της σιωπής, και οι θηλές της γαλήνης,
ανέστιοι τόποι στα σωθικά μου.
Και η άσπρη ευχή και η μαύρη κατάρα,
έρημο με οδηγούν στο πλήθος, και ερημίτη στο ποίημα.
Και δεν έχω άλλον επίλογο !
Η δική μου γη αιμορραγεί...
Νίκος Δημογκότσης
Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020
Ατιτλο (της Γρηγορίας Πελεκούδα)
Μόνο
ένας δρόμος
υπάρχει,
όταν το σώμα είναι εδώ
κι ο νους ταξιδεύει.
Μετά
ταύτα τα δένδρα
μείναμε ολόγυμνοι
με τα κλαδιά τις βουβές
κραυγές στων ανέμων
στα χέρια,
τσαλαβουτούσαμε
τραυλίζοντας
των φθινοπώρων
τη νάρκη,
μη μου τους κύκλους μας
ταράζεται μας ψιθύριζαν,
ταξιδεύοντας η μνήμη
εγίγνωσκε
κι όλοι κοιτάζανε
τους ριμαγμένους
χιτώνες να σέρνονται
ως μάρτυρες,
ώσπου φτάσαμε
στους κόρφους
της Ιθάκης μας
με την ψυχή στο στόμα,
εκεί περήφανα
σταθήκαμε μετρώντας
πόσα χιλιόμετρα κάναμε
με της φυγής μας
τον αντίλαλο;
Δετοί και λυπημένοι...
ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ (της Σοφίας Κοντογεώργου)
Γερμένος στου καλοκαιριού
την έρημη ακρογιαλιά
αναπολεί
του Αυγούστου τα ολόλαμπρα φεγγάρια
Σκάει απαλά στα πόδια του το κύμα
τραγούδι μελαγχολικό
ματαιωμένων ερώτων
Σιωπούν τα δειλινά
Φιλιά ξεχασμένα σκορπίζονται
στου αναστεναγμού του τη θλίψη
Τα βλέφαρά του νοτίζουν
οι πρώτες στάλες της βροχής
δάκρυ αποχαιρετισμού
στις στιγμές που διάβηκαν
Θλιμμένη φιγούρα
στις ζωγραφιές του χρόνου
ντυμένη τη χρυσοκίτρινη φορεσιά
του τελευταίου χορού
Κι εγώ
μια μοναξιά που χώρεσε στη σιωπή του
Γεννήθηκα στα σύννεφά του
Με βύζαξε τα πρωτοβρόχια του
Με βάφτισε φθινόπωρο.
Σοφία Κοντογεώργου
Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο (της Μαρίας Μαραγκού)
Δεν έμαθα να βαδίζω με ψέματα.
Δεν έμαθα να χρησιμοποιώ το ψέμα, προκειμένου να καλύψω τη δική μου ανημποριά να στηρίξει τις όποιες αποφάσεις μου. Δεν έμαθα και αρνούμαι να μάθω να ζω εις βάρος της ψυχής κάποιου....
Γι' αυτό ακριβώς και θα συνεχίσω να μπορώ να κοιτάζω όλον τον κόσμο στα μάτια μόνο!
Δεν αναρωτιέμαι πλέον λοιπόν, γιατί το βλέμμα κάποιων είναι καρφωμένο στο έδαφος. Κι εκεί θα πρέπει να παραμείνει.....
"Ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιο"... Θυμάσαι άραγε;
Μαρία Μαραγκού
Πέμπτη 24 Σεπτεμβρίου 2020
Άτιτλο (της Έλενας Μαυροειδη)
Κι αν με ρωτήσουν
αν με αγάπησες
θα απαντήσω ...
Ναι,
για ένα φεγγάρι,
για μια νύχτα ...
Κι αν πάλι μου πουν
για τόσο λίγο ...
Αυτοί δεν θα ξέρουν πως,
αυτό το λίγο απ' το καθόλου
ήταν ολόκληρη Ζωή ...
Έλενα Μαυροειδή
ΥΣΤΑΤΟ ΘΕΛΩ (της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου)
Κάθε βράδυ βγάζω ένα ένα τα δέρματα που με τυλίγουν.
Τα κρεμάω πάνω στο ικρίωμα της λάμπας και καλωσορίζω τις μνήμες.
Καλοζωισμένες, νηστικές, νοσηρές, γερές, άπληστες, έρχονται μια μια οι απουσίες
χωρίς φρένο στα πόδια.
Στο διάβα τους παρασέρνουν ανενεργές παρουσίες
σαν λοίσθιο επίλογο.
Απάτριδες όλες είναι.
Χωρίς πρόσωπο, δίχως μορφή, αρπάζουν κομμάτια
απ’ τους στίχους που καίνε στο πάτωμα
και τους ντύνονται.
Η φλόγα απ’ τη λάμπα τρεμοσβήνει χορτάτη.
Τα δέρματα ξεψυχούν αγκαλιάζοντας γελαστά τις θηλιές τους.
Άλλη μια νύχτα λαιμητόμος του ανούσιου.
--------------------------------------------------------------
Σαν μια μέρα θα γίνω αόρατη,
να χωθώ κι εγώ σαν άλγος στη νύχτα κάποιου.
Αυτό θέλω.
…. σαν ύστατο Θέλω …
Κωνσταντίνα Σταθακοπουλου
Brooke Shaden Photography
Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020
Άτιτλο (της Χαρούλας Βασιλάκη)
Και γιατί να με κρίνεις;
Δε σε έβαλα καν στο χωλ του μυαλού μου....
Εδώ που τα λέμε ούτε στην αυλή μου σ' έβαλα.....
Σ' έχω να περιμένεις στην πόρτα!
Εσύ τι νόμιζες;
Ότι επειδή πίνουμε καφέ σ' έβαλα στου μυαλού μου το σαλόνι να κοιτάς τριγύρω; Στο παλάτι μου βάζω όποιον θέλω.....
Όσο για τα μισό γκρεμισμένα δωμάτια τ' αφήνω να υπάρχουν για να θυμάμαι.....
Ένα τέτοιο...... είναι δικό μας κατόρθωμα..... Δε λέω δικό σου, έφταιξα κι εγώ......
Τωρα δε σε θέλω μέσα στο μυαλό μου.....
Το έχω φτιάξει όπως το θέλω το σπίτι μου..... Έναν καφέ για τις ωραίες στιγμές κι έφυγες!
Χαρούλα Βασιλάκη
ΤΟ ΑΥΓΙΝΟ Τ´ΑΣΤΕΡΙ (της Κατερίνας Μπαχαρη Κουτσουνά)
Με τ´αυγινό τ´αστέρι θα σου στείλω τ´άπλαστο της νύχτας όνειρο...
Κι όταν ζυμώσει η χάρη σου την ομορφιά του,
αντίκρυ εκεί αχάραγα θα το ματαφυλάξω στον ουρανό σου,
να θωρεί και ν´αστραποβολάει....
ανέγγιχτο από άλλονε θεό......
Θα σου μιλήσω της νύχτας τα καμώματα
που πέρασα να ´ρθω να σ´ανταμώσω ως την αυγή...
Κι αν μ´αρνηθείς δικό σου θάν´το λάθος.....
Ξεψυχισμένη αγάπη βάλσαμο στο νου....,
η αναπνοή του τέλους για η αρχή;
Αστέρι μου αυγινό , φυλλορροείς στην αυγινή δροσούλα
μ´ατάραχο κρατείς του ύπνου τον ανθό...
Μες της Αυγούλας το πουρνό αντιφέγγισμα
θα ρίξω δίχτυα μάλαμα, θα ρίξω δαχτυλίδι
να ζώσω σου τον έρωτα , να φρίξω απ´ τον καημό.....
Κρατώ στο χέρι τ´αυγινό το σκήπτρο .
Νεράιδας όνειρο κρατώ κι αλαφροΐσκιωτα κεντώ
πάνω στο άπλαστο όνειρο κόσμους ,να σε θαμπώσω....
Κι αν τύχει τα κεντίδια μας να ´χουνε θέμα ταιριαστό,
τι πιότερο να ζήσω; Στο αυγινό τ´αστέρι θα το πω !
Κατερίνα Μπαχαρη Κουτσουνά
Η φωτό από του σπιτιού μου τη θέα !
Ξέρω έναν Οδυσσέα (της Έλενας Κορινιωτη)
Ξέρω έναν Οδυσσέα
που δεν έφτασε ποτέ.
Ξέρω και το γιατί.
Γιατί δε το ήθελε πραγματικά.
Γιατί την έβρισκε με το να γυρεύει,
όχι με το να έχει.
Γιατί ήταν ευθυνόφοβος
κι αν κάτι ήξερε να πράττει καλά,
ήταν να ανάβει φωτιές
και σαν κατατρεγμένος
να το βάζει στα πόδια.
Γιατί δεν ήξερε τι του γινόταν,
σκαλωμένη η ανικανοποίητη
διάθεση επάνω του.
Γιατί ευκολα βολευόταν
και ξεχνιόταν με την Κίρκη
και την Καλυψώ,
για ορισμένο χρονικό διάστημα.
Γιατί μετά απ' όλες αυτές
τις περιγραφές, σου βγαίνει
αβίαστα να πεις πως
κυρ Οδυσσέα μου,
ήσουν κομματάκι μαλ@κας.
Όχι, μη βιαστείς να το ξεστομίσεις,
υπάρχει και χειρότερο.
Μαλ@κας ήταν η Πηνελόπη.
Αυτή η κακομοίρα,
που πρόσμενε καρτερικά
ένα ψίχουλο του, μια μεταμέλεια του,
μια αλλαγή του.
Αυτή που παρίστανε τη χαζή,
τάχα πως δεν έβλεπε,
τάχα πως δεν άκουγε,
τάχα πως δεν καταλάβαινε.
Αυτή που δικαιολογούσε
κάθε αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του.
Αυτή που την ερωτεύονταν,
την ορέγονταν, την ποθούσαν,
την κοιτούσαν, μα δεν την άγγιζαν.
Κρατούσε ανέγγιχτη
την ωραιότερη εκδοχή της,
για τη μεγαλύτερη καψούρα της,
κανείς τους να μη τη μαγαρίσει.
Δεν χαράμιζε ρανίδα συναισθήματος,
για άλλον εραστή.
Το 'θελε πολύ να το ζήσει
μωρέ η δόλια, αλλά ο πρωταγωνιστής
ήταν ελλιπής κι ελαττωματικός
για μεγάλους έρωτες.
Ξέρω έναν Οδυσσέα
που δε γύρισε ποτέ.
Μα καλύτερα γνωρίζω
μια Πηνελόπη
που σκυλοβαρέθηκε να περιμένει.
Που μπούχτησε να του δίνει
οδηγίες χρήσης για το πώς πρέπει
να της συμπεριφερθεί.
Που αγανάκτησε
να του ξεδιπλώνει χάρτες,
για να βρει το δρόμο της επιστροφής.
Που ένιωσε αυτολύπηση
με την πάρτη της.
Που έκοψε μαζί με τις κλωστές
του υφαντού της, όλες τις
προσδοκίες της για εκείνον.
Που χειραφετηθηκε την ώρα
που έριξε μαύρη πέτρα στην Ιθάκη.
Που γύρεψε κι εν τέλει βρήκε
έναν έρωτα που δεν προϋπόθετε
εικοσαετή αναμονή για να τον ζήσεις.
Ξέρω μια Πηνελόπη
που έκανε το ωραιότερο plot twist
στην ιστορία των μυθιστορημάτων.
Σηκώθηκε κι έφυγε.
Γυρίσει δε γυρίσει ο Οδυσσέας,
καρφάκι δεν της καίγεται πια.
Έλενα Κορινιωτη
Τρίτη 22 Σεπτεμβρίου 2020
Θα σε περιμένω..(της Νίκης Κροκίδη)
Εκεί...στον "κόκκινο βράχο"..
την ώρα που το φεγγάρι
θ' ασημωνει τη στράτα..
την ώρα που τ' αστέρια
θά χουν γιορτασι..
Πάνω στο κύμα
κάτω απ' το βράχο..
Πλάι..στον πετρωμενο χρόνο
τόν άχρονο..!!
Πέρα απ' τα κύματα...
Νίκη Κροκίδη
ΨΥΧΗ ΒΑΘΙΑ (της Γεωργίας Κιουλαχογλου)
Ψυχή βαθιά
Ψυχή μου ανήλιαγη…
Ψυχή μου που έπεσες
Σε μάχες γενναίες
Σε ήττες οριστικές
Σε πλαστά όνειρα
Στων δακρύων τα αναφιλητά
Στης αλγεινής νοσταλγίας το αναύγητο χάραμα
Στων οριζόντων σου τις νεκρές ευθείες
Στα πανσέληνα απόβραδα της μελαγχολίας
Στα παγκάκια της μοναξιάς
Σε χέρια ξερά
Σε αγκαλιές δίχως κλείστρο
Στα μεταίχμια της λαχτάρας, που απεβίωσε χωρίς να βγάλει άχνα στην αιχμή του αντίο
Στην αποτρόπαια πραγματικότητα που σάρωσε μονομιάς όλες, όλες τις ελπίδες
Στων στεναγμών τα αλάλητα
Στους καημούς που σιγάστηκαν
Στα θυμιατά της θλίψης
Στα “θα” που δεν τα βρήκε κανένα ξημέρωμα
Στις λέξεις που κομποδέθηκαν στον λαιμό κι απόμειναν πνιγμένες
Στους λυγμούς τους υποβασταζόμενους από θεόρατα χαμόγελα αγάπης
Στο αύριο που κοιμήθηκε με μαύρο κλάμα στο μαξιλάρι του χθες
Στην ζωή που πέρασε σαν καπνός και πίσω δεν κοίταξε…
Ψυχή βαθιά...
Αχ ψυχή μου βαθιά
που σε έχασα…
Και πού να ‘ρθω τώρα πια να σ’ ανταμώσω...;
Γεωργία Κιουλαχογλου
~ΕΠΙΤΥΜΒΙΟ ΑΔΟΞΟΥ ΠΟΙΗΤΟΥ (του Κυριάκου Δοσαρα)
‘’Ενθάδε κείται άδοξος ποιητής’’.
Με το λευκό του χαρτί φαντάζει
τούτη η μαρμάρινη πλάκα που τον σκεπάζει
ενώ στα σπλάχνα της κοιμούνται αθόρυβα κι ευλαβικά
-μαζί με κείνον-
οι χιλιάδες ανείπωτοι στίχοι του.
Έφυγε γυμνός απ' το σαράκι της ματαιότητος
-ούτε καν, το όνομά του δεν γνώριζαν να χαράξουν-
καθώς εκείνος το κρατούσε καλά φυλακισμένο
στην μέσα τσέπη του νεκρικού του κουστουμιού.
Κυριάκος Δοσαρας
(Στους άδοξους ποιητές)
Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2020
Άνευ σκιάς κι αγάπης (της Εύας Κοτσικου)
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν που να γείρουν.
Σε ένα αναπαυτικό μαξιλάρι, σε έναν ώμο, σε ένα στήθος που από μέσα ακούγεται ρυθμικά ο ήχος μιας καρδιάς, σε ένα μαλακό κρεβάτι, σε δυο χέρια, στη γωνίτσα ενός ζεστού σπιτιού.
Υπάρχουν άνθρωποι που έχουν που να ακουμπήσουν τις ανάγκες, τους αναστεναγμούς, τα δάκρυα και τους πόνους τους.
Που μπορούν κάπου να αφήσουν απαλά τις πιο κρυφές τους σκέψεις και τα όνειρά τους.
Κι υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν ίσκιο να σταθούν. Κομμάτι γης να ξαποστάσουν.
Στάλα νερό να δροσιστούν.
Ούτε καρδιά, ούτε ώμους, ούτε χέρια πέρα από τα δικά τους.
Που αγκαλιάζουν δυνατά το ίδιο τους το σώμα, τους πόνους κάνουνε γιορτές, τα δάκρυά τους Κυριακές, τους αναστεναγμούς καράβια.
Σε ένα δισάκι στριμώχνουν τα όνειρά τους, στις τσέπες τους χώνουν τις πιο κρυφές τους σκέψεις και φεύγουν.
Μόνο φεύγουν. Πάντα φεύγουν.
Ποτέ δεν φτάνουν πουθενά.
Δεν έχουν που να γείρουν.
Πουθενά. Ποτέ.
Είναι οι απελπισμένοι.
Εύα Κοτσικου
ΠΑΙΔΙΚΑ ΟΝΕΙΡΑ (της Φωτεινής Θεοχαρίδη)
Ταξιδεύω στα πιο όμορφα όνειρα
που έκανε ποτέ ένα παιδί
ερμηνεύοντας ξάπλα στο χορτάρι
των σύννεφων τα παιχνιδίσματα
με το τρεχαλητό αγαπημένων φίλων
που παίζουν κρυφτό πίσω από πεζούλια
στραφταλιζοντα ασβέστη και ήλιο
ντύνοντας κούκλες σε σκαλοπάτια
τσιμεντένια και πόρτες μεταλλικές
παλιών σπιτιών και με τεράστια
χαρτόκουτα φτιάχνοντας σκηνές
στων χωραφιών την απλα
σκαρφαλώνοντας στων δένδρων τα κλαδιά
σαν άφοβοι ακροβάτες λατρεμένων ζωών
που σουλατσάρουν στα παραμύθια.
Όλα όσα ήθελε ποτέ ένα παιδί
τα έζησα δεν ήταν όνειρο!
Φωτεινή Θεοχαρίδη
Άτιτλο (του Λουκά Αναγνωστόπουλου)
Φοβόμαστε την αιώνια κόλαση
και ανεχόμαστε την επίγεια.
Προσδοκούμε έναν επουράνιο παράδεισο
και καταστρέφουμε τον δικό μας.
Λαχταρούμε την αιωνιότητα
σπαταλώντας το δικό μας σήμερα.
Η θάλασσα της ζωής μπροστά μας
και λιαζόμαστε τελικά ηδυπαθείς στη σιγουριά.
Ζούμε με προφάσεις και αντιφάσεις
πείσαμε εαυτούς και αλλήλους
ότι αυτός είναι ο μόνος δρόμος
για να επιβιώσουμε, να αντέξουμε.
Ο δρόμος αυτός βγάζει σε αδιέξοδο
και το ξέρουμε μέσα μας καλά.
Απλά που να αλλάζεις ρότα;
Δεν είμαστε για τέτοια.
Λουκάς Αναγνωστοπουλος
Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2020
Επιστρέφω (της Κούλας Κραντά)
Επιστρέφω...
Απ' όπου τα σύννεφα φλέγονται
στην προβολή του ήλιου.
Από κει που ο χρόνος μετριέται
με το λάλιμα του πετεινου
και την ευοδια του νυχτολουλουδου!
Παρατηρώντας τη μετάβαση από μία εποχή στην άλλη
συμβιβάζομαι πιότερο με τον κύκλο της ζωής...
(γέννηση, νιότη, γήρας, θάνατος.)
Επιστρέφω από κει,
που μεγαλώνει η μικροτητα του ανθρώπου μπρος στην απεραντοσύνη της φύσης!
Σε κάνει να σκεφτείς
Πως δεν είσαι κυρίαρχος της γης,
αλλά ένας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα της ζωής!
Κούλα Κραντά
Φώτο... Μαυροραχη 6.30πμ
Χαμογέλα μου (της Μαρίας Δημοτακη)
Μου χαμογελάς
και απλώνεται μπροστά μου
μία ανοιχτή θάλασσα χαράς,
που τα μάτια
δε χορταίνουν το άπειρο.
Γίνεται η στιγμή μαγική.
Άκου την νεράιδα!
Υμνεί τον ήχο του γέλιου σου.
Νότα που αντηχεί στη ροή του ποταμού.
Ρέει άφθονο, και γω μαζί.
Δες! Γράφει σε περγαμηνή,
τους όρκους της αγάπης μας.
Και εσύ άγγελέ μου, δίπλα της
φυλάς σταυρό,στην καρδιά μου.
Βρέχει.
Μα αυτή τη φορά, μου χαμογελάς!
Η βροχή, ξεπλένει τους θορύβους
απ'το πουθενά μου.
Και γω αντιλαμβάνομαι τόσο μικρή την απόσταση,
από τη γη,
έως ετούτο, το ευλογημένο σύννεφο.
Μου χαμογελάς και χάνομαι
στον Ουρανό του κόσμου
που αισθάνεται για πρώτη φορά,
το ελάχιστο της απεραντοσύνης του.
Μα δες!
Τα άγρια άλογα σπάνε τους φράχτες. Κατακτάς το χαμόγελό σου.
Αν είναι να χαθώ,
ας χαθώ στο χαμόγελό σου.
Χαμογέλα μου.
Μαρία Δημοτακη
Σάββατο 19 Σεπτεμβρίου 2020
Μην αρνηθείς (της Λένας Σαρή)
Μουσική θα σου παίξω
την καρδιά σου
να κλέψω
της αγάπης τραγούδια
στην αγκαλιά σου
λουλούδια.
Γιασεμιά θα σου στείλω
στης ψυχής σου
τον κήπο
στων ματιών σου
το βλέμμα
στης αγάπης το ψέμα.
Στην αγγελική σου
μορφή στο θεικο σου
κορμί
θα υποταχθώ μ' ένα
φιλί.
Κι αν μου αρνηθείς
θα μείνω απλός θεατής
στον μοναδικό έρωτα
της ζωης μου αυτής.
Μη μου αρνηθείς!
Λένα Σαρή
Αγωνία...(της Ελένης Ταϊφυριανου)
Κι είναι κι αυτές οι πεταλούδες
που άρχισαν πάλι
να φτερουγίζουν στο στομάχι...
Κι είναι κι αυτό το κάψιμο
που άρχισε πάλι
να ενοχλεί τις άκρες των ματιών...
Κι αυτές οι νύχτες
που ξαφνικά γίναν ατελείωτες
μ' αυτά τα όνειρα τα ανεξήγητα
που τα βλέπεις
νομίζοντας πως έχεις ανοιχτά τα μάτια...
Κι αυτή η σκιά
μαύρη κι απειλητική
που πλακώνει το στήθος σου
και σε κάνει να πετιέσαι έντρομη πάνω
σφουγγίζοντας ένα παγωμένο
ιδρώτα στο μέτωπο...
Κι όλο να προσπαθείς να τρέξεις
να ξεφύγεις
κι όλο στο ίδιο σημείο να βρίσκεσαι,
ενώ η αγωνία ανεβαίνει κατακόρυφα
καθώς συλλογίζεσαι,
τώρα...να...θα με πιάσουν...
Τι;... ποιός;...δεν ξέρεις...
Αυτό που ξέρεις είναι ότι
προσπαθείς να ξεφύγεις...
Από τι;... από ποιον;...
Από σένα;... από μένα;... από μας;...
Από τι;... Από τι;...
Ελένη Ταϊφυριανου
Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020
Ενός λεπτού σιγή (της Γεωργίας Κιτσουκη Βασιλειαδου)
Ενός λεπτού σιγή
ίσα για να ακούσουμε το μέσα μας
να τιτιβίζει σαν τα τζιτζίκια
ενός ορφανού από φωνές ανθρώπινες, καλοκαιριού
δυνατά και καθάρια, ανερυθρίαστα
καθώς θα διαλαλεί τα θέλω αιώνων
που κρύφτηκαν σε φωνές του πρέπει των άλλων
Ενός λεπτού σιγή
τόσο όσο να αφουγκραστούμε
κραυγές που χάθηκαν χωρίς ηχώ
σε πέρατα μακρινά, αδιάβατα από ευαισθησίες
εκεί που τα άφησαν άνεμοι
την ώρα που γεννιόταν - ανεπιθύμητα νεογνά
καταδικασμένα σε αιώνιους Καιάδες
Ενός λεπτού σιγή
για εκείνους τους χαμένους ποιητές
που βιάστηκαν να αποκαλύψουν μυστικά
φτιαγμένα για όσους κατανόησαν
πως οι φερμένοι απ αλλού,
ποτέ δεν θα ταιριάξουν στο σύνολο μιας καθωσπρέπει μάζας
χωρίς να θυσιάσουν κάτι από όσα συνθέτουν το αλλιώτικο...
Γεωργία Κιτσουκη Βασιλειαδου
Ρόδο μου (της Χριστινης Σκουλούδη)
.....Ρόδο μου,
της ερήμου μου
όμορφο ρόδο....
φλέβες τα πέταλα σου
ριγάνε στη καυτή άμμο ....
με το φιλί του ανέμου
στου λίβα τις ριπές
στραγγίζεις τα αρώματα
από το κόκκινο σου φόρεμα
..περιμένεις..
την άγια ώρα σου τότε που
....σουρουπώνουν τα χρώματα...
κάτω απ'τις έκπληκτες σιωπές των αστεριών
να σε θωρούν ένα, ένα ως έρχονται ....
...εκστατικά ,αναρωτιούνται....
...................τι να περιμένεις....
στην άκρια της ερήμου ...
....ω...ρόδο μου άστρο,
μα μόνο εγώ ξέρω,πως
...... εσύ ταξιδεύεις,ταξιδεύεις...
το βελούδινο βλέμμα σου
στον έναστρο κρύσταλλο της νύχτας...
καρτερώντας
.... μια συγχορδία κρυστάλλων,
τους πόθους σου γαλαξίες, να κρεμάσει
στα μπαλκόνια των φεγγαριών...
....μια φεγγαροδροσιά
της ρίζας σου το πυρετό να πάψει
το χθες να επουλώσει
μιλώντας με τον πόνο των αγκαθιών σου,...
ρόδο μου,κοίταξε με, ....
τι όμορφα λάμπουν τα μάτια σου...
σαν με κοιτάς................σε λίγο ξαστεριάζει...
ω ...ρόδινο βελούδο εσύ
νιώσε πως αγκαλιάζει
η μουσική στης νύχτας τα κλαδιά...
τον ύπνο των ονείρων...
και άκου πως καλπάζει,η
...αύρα αυγερινή.στο άτι του ανέμου....
τη διαλαλούν χρυσά πουλιά,
στα βλέφαρα της άμμου
και χρώματα,ανοίγουν
τις ανείπωτες λέξεις της ερήμου
ποτάμια κελάρυσμα
Αυγής Ηούς το γέλιο,άκου
...έλα καρδιά μου
τίναξε τό κόκκινο φουστάνι σου
πάμε ροδο ψυχή......
στον φοινικώνα των αισθήσεων
εκεί που όλα μεθάνε ....
κι ο θάνατος
δεν υπάρχει
Χριστινη Σκουλούδη
Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020
Απόντες (της Χρύσας Μπαφουτσου)
Το μέγα δικαστήριο
απεφάνθη...
Αθώες οι κατά συρροή προσβολές...
οι μικροί "εκούσιοι" φόνοι"
κι οι ανεξόφλητοι φόβοι...
Καταδικαστέο μόνο το δάκρυ
αυτό που έρεε απ τη ψυχή
κι έσταζε στις νεκρές αναμνήσεις...
Ετοιμοπαράδοτες
μόνο οι οφειλές
και μερικά πτωχευμένα συναισθήματα..
Η μοναξιά
πάσχιζε να μετουσιωθεί
σε θείο δώρο
μπρος στα θολωμένα σου μάτια..
Βγαίνοντας...δεν άνοιξες την πόρτα
κι όμως..
το σάρκινο σώμα σου
είχε φτάσει εκεί...που σκάλιζες τα χρόνια
να φυτρώσει...η υπομονή,
που εντούτοις παρέμεινε
σε διαρκή κυοφορία...
Στη γωνία έστριψες
στα ματωμένα σοκάκια του εγωισμού
με τα διαρκή
αναβαλλόμενα και αποκηρυγμένα
συναισθήματα...
Είχες κλειδώσει
το προμάντεμα της φυγής
στους αρνητικούς δείκτες του θυμού.
Πίσω στους σπασμένους καθρέφτες
έσταζε...αίμα το δίκαιο.
Παραλήπτης...για την απόφαση
κανείς...
Απόντες κι οι δυό..
Θαρρώ πως ακούω
κλάμα βουβό
στην παιδική κάμαρα...
Κάποιοι....θέρισαν τα όνειρά του
πριν ...ανθίσουν...
Αυτόπτης μάρτυς...ουδείς.
Χρύσα Μπαφουτσου
Η κούκλα (της Βασιλικής Σταθοπούλου)
Τι όμορφη την έλεγαν..
Τι κούκλα...
Τέτοιες αηδιες..
Αυτή όμως που ήξερε από κούκλες ,θυμάται ότι τις
φρόντιζε ...
Τις έλουζε, τις έκανε μπάνιο, τους έφτιαχνε όμορφα ρούχα..
Κι ήταν μια σταλιά παιδί...
Αλλά το έκανε γιατί τις αγαπούσε...
Ήταν οι κούκλες της...Οι αγαπημένες της...
Ενω εκείνοι την αποκαλούσαν κούκλα μόνο στα λόγια τελικά..
Γιατί έπαιξαν όσο ήθελαν μαζί της και μετά την πέταξαν σε μια γωνιά,
βρώμικη και ξεσκισμενη απ' τα αγαρμπα χέρια τους...
Δεν είχαν πρόβλημα βλέπεις..
Καμία ενοχή..
Παρακάτω τους περίμενε μια άλλη κούκλα ..
Μια άλλη όμορφη που θα την περιποιούνταν αναλόγως κι αυτήν...
Βασιλική Σταθοπουλου
Ξεγελαγα την δίψα μου (της Σοφίας Τανακίδου)
Ξεγέλαγα την δίψα μου
απάνω σε δυό χείλη
που μου 'ταξαν τον ουρανό
και τ' άστρα ένα δείλι.
Ξεγέλαγα τη δίψα μου
απάνω στο κορμί της
που μού 'δινε απλόχερα
με όλη την ψυχή της.
Ήπια γαλάζια χρώματα
Ήπια χρυσές αχτίδες
Ήπια φεγγάρια ξάστερα
Ήπια βροχή περσίδες.
Ήπια του ήλιου της το φως
Ήπια τα όνειρα της
Ήπια όλο το αίμα της
Ήπια και την καρδιά της.
Δεν έπαψε η δίψα μου
δεν ξεδιψά η δόλια
όσο κι αν είναι δίπλα μου
μέσα μου είναι χώρια
Δεν έπαψε η δίψα μου
δεν ξεδιψώ ακόμα
φταίει που λείπει το φιλί
απ' το δικό σου στόμα.
Σοφία Τανακίδου
Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020
Άτιτλο (της Σωτηρουλας Τζιαμπουρη)
Καθισμένη κι απόψε μπροστά στο παράθυρο.
Νεκρό, βουβο, άψυχο, .....παράθυρο.....
Μοναχική ψυχή, να ψάχνω αναμνήσεις .
Κλείνω τα μάτια ......
Να σε δω θέλω ........
Να σε νιώσω ............
Μα δεν σε βλέπω. Γιατί;;;;;
Σ' ακούω μονάχα .....Δακρύζω.....
Σε ακούω να έρχεσαι σ'αυτό το βουβο παραμιλητο της ψυχής μου να ρουφάς το δάκρυ του έρωτα, που γυρνάει μέχρι να ξεδιψάσει.
Να κυκλοφορείς στο αίμα μου , να γίνεσαι δυνατός παλμός στην καρδιά.....
Να ξεδιψας από τις αναμνήσεις του έρωτα, ενός έρωτα που δεν έφυγε ποτέ....
Να γίνεσαι αστραπή, φως ....
Αστέρι ν' αναβοσβηνεις .....
Σκόνη σκορπισμένη στον ουρανό, να χορεύεις
στην λάμψη του φεγγαριού.....
Δεν πεθαίνουν ποτέ οι έρωτες......
Ακόμα και ένα δάκρυ τους κρατά ζωντανούς....
ΕΡΩΤΑ ΜΟΥ ......
ΦΕΓΓΑΡΙ ΜΟΥ !!!!!
Σωτηρουλα Τζιαμπουρη
ΣΤΟΝ ΑΦΡΟ ΤΟΥ ΠΕΛΑΓΟΥ! (της Νέλλης Κουμεντάκη)
Ένα ταξίδι στ' απέραντο
θα' θελα την ώρα του δειλινού
να αγκαλιαστούμε στο ροδοκόκκινο
του ουρανού!
Να 'ναι ο ένας στη
σκέψη του άλλου να τραγουδάμε
στο κύμα στον αφρό του πελάγου!
Να γλυκαίνει
το βλέμμα στων ματιών το γαλάζιο,
να ταξιδεύουμε μάτια μου στου
ονείρου το θάμπος!
Να σε νιώθω
κοντά μου να μην αμφιβάλω
τη πνοή σου να βιώνω να σε
σφιχταγκαλιάζω!
Να μπορούσα να
ακούσω της καρδιάς σου
το χτύπο, να αναγαλιάζει η ψυχή μου
σαν μου λές πως σου λείπω!
Ποτέ δεν σε χόρτασα
παρά μονάχα στο όνειρο έφευγες
ξαναγύριζες σαν να ήσουν ινκόγκνιτο!
Χαρισέ μου αγάπη μου
ένα ταξίδι στ' αλήθεια απο
κείνα που γράφονται για παιδιά
γλυκά παραμύθια!
Νέλλη Κουμεντάκη
Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2020
Συγγνώμη μάνα (της Βικης Μπαλλου)
Μάνα,
Όλα έγιναν τόσο γρήγορα εκείνο το βράδυ. Έφυγα από το σπίτι, αφήνοντάς σε στην κουζίνα να βάζεις όλη σου τη μαεστρία στο αγαπημένο μου φαγητό. Με καληνύχτισες, ψιθυρίζοντας μου «να προσέχω». Έκλεισα ξέγνοιαστος την πόρτα πίσω μου.
Μπήκα στο αυτοκίνητο. Ένας ήταν ο προορισμός μου. Εκείνη. Δεν ήξερε ότι είχα επιστρέψει. Δεν της είχα πει τίποτα. Ήθελα να δω τα μάτια της να λάμπουν, όταν θα εμφανιζόμοουν μπροστά της μετά από τόσους μήνες.
Ασυναίσθητα έσφιξα το χέρι μου πάνω στην τσέπη του παντελονιού μου. Το χρυσαφένιο μονόπετρο καρτερούσε υπομονετικά τη στιγμή που θα αγκάλιαζε τα κρινοδάχτυλά της. Το είχα πάρει απόφαση, μάνα. Μάλλον η αγωνία σου για το «πότε θα νοικοκυρευτώ επιτέλους» είχε πείσει την καρδιά μου να κάνει το μεγάλο βήμα. Μα δεν σου το ‘χα πει. Ήθελα πρώτα να ακούσω τα χείλη της να αρθρώνουν το ξαφνιασμένο «ναι»· κι ύστερα, θα ‘σουν εσύ η πρώτη που θα μοιραζόμουν τη χαρά μου.
Μα δεν πρόλαβα, μάνα.
Έφτασα κάτω από το σπίτι της και είδα το φως του δωματίου αναμμένο. Τη φαντάστηκα να βλέπει την αγαπημένη της σειρά ξαπλωμένη στο κρεβάτι της και σκίρτησε η ψυχή μου. Ξεκλείδωσα, αθόρυβα και έσυρα τα βήματά μου στο ξύλινο παρκέ. Κατευθύνθηκα σιωπηλά προς την κρεβατοκάμαρά της.
Και άξαφνα, τα πάντα γύρω μου σκοτείνιασαν, μάνα.
Ήταν εκεί. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της. Κοιμόταν γαλήνια με τα μαύρα της μαλλιά λιτά να περικλείουν τον χιονισμένο λαιμό της. Το σεντόνι κάλυπτε τη γυμνή της σάρκα. Και το χέρι της ακουμπούσε ηδονικά πάνω στο στέρνο του. Πάνω στο στέρνο του παιδικού μου φίλου.
Εκείνος παιχνίδιζε με τον καπνό του τσιγάρου του κι έτσι, δεν με είδε να γυρνάω προς την πόρτα. Ρομποτικά. Σαν ναρκωμένος.
Είχε νυχτώσει πια. Σύρθηκα μέχρι το κάθισμα του αυτοκινήτου. Δεν ξέρω πόσα λεπτά ή πόσες ώρες πέρασαν, μάνα. Κάποια στιγμή άκουσα το γέλιο της. Έβαλα μπρος. Χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω.
Οι ρόδες κυλούσαν μονάχες τους. Σε ένα κόκκινο φανάρι, έβγαλα από την τσέπη μου το δαχτυλίδι. Το δαχτυλίδι της. Το έσφιξα τόσο δυνατά στα σπλάχνα του χεριού μου κι δεν σταμάτησα μέχρι να το νιώσω να μου σκίζει τη σάρκα. Λίγο κόκκινο υγρό λέκιασε το λευκό μου παντελόνι.
Ο δρόμος με ξέβρασε στην Παραλιακή. Μπήκα στο πρώτο μπαρ που βρήκα μπροστά μου κι πρόσταξα να μου φέρουν ένα διπλό ουίσκι. Από εκείνο που έπινα μαζί του, όταν την πρωτογνώρισα. Ένιωσα τα σωθικά μου να καίγονται.
Ζήτησα κι άλλο ένα. Κι άλλο ένα. Κι άλλο ένα.
Άφησα όσα λεφτά είχα στο τραπέζι και βγήκα στο δρόμο. Έφτασα στην αμμουδιά. Τα πόδια μου δεν με κρατούσαν, μάνα. Γονάτισα. Ένιωσα το μικρό βελούδινο κουτάκι να εγκαταλείπει την τσέπη μου. Τα πρώτα κύματα, το παρέσυραν στο ταξίδι τους.
Τρεκλίζοντας πλησίασα στο αυτοκίνητο. Το κεφάλι μου σφυροκοπούσε.
Στο ραδιόφωνο έπαιζε το αγαπημένο της τραγούδι. Θόλωσα. Σε κάθε μελωδία πατούσα κι άλλο λίγο το γκάζι. Άκουγα τις ρόδες να στριγκλίζουν πάνω στη –φλογισμένη θαρρείς- άσφαλτο.
Λίγο πριν εκείνη την απότομη στροφή, τα ξαναέζησα όλα, μάνα. Τον είδα να μου δανείζει το παιχνίδι του – παιδιά ακόμα. Ξαναπήγα μαζί του σχολικές εκδρομές και φοιτητικά ταξίδια. Ξανασυνάντησα εκείνη. Με άκουσα να του ψιθυρίζω στο αυτί: «Αυτό το πλάσμα είναι για μένα, φίλε». Ξαναφίλησα τα χείλη της για πρώτη φορά. Και λίγα δευτερόλεπτα προτού γίνω ένα με το απέραντο γαλάζιο, αντίκρισα τα κορμιά τους πλάι πλάι.
Και τώρα, μάνα, καίγεται η ψυχή μου, σε κάθε δάκρυ σου που καταλήγει πάνω στο μάρμαρο που με σκεπάζει. Σε κάθε σου κραυγή σχίζονται στα δυο οι ουρανοί μου.
Μαζί με μένα, σκότωσα κι εσένα. Πήρα τη ζωή από το πλάσμα που μου τη χάρισε απλόχερα. Ντρέπομαι που σε προσφωνώ με αυτά τα τέσσερα γράμματα. Σε θανατώνω κι ύστερα σε φωνάζω χρησιμοποιώντας την πιο ευλογημένη λέξη που συναντάται στα πέρατα του κόσμου.
Μα δεν βρίσκω άλλο τρόπο να σε καλέσω να μ’ ακούσεις, μάνα. Και τώρα που βρίσκομαι λίγα μέτρα κάτω από τα λουλούδια που μου αφήνεις, να σου πω μόνο αυτό. Συγγνώμη.
Συγγνώμη, Μάνα.
Βικη Μπαλλου
Η ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ (της Φιλαρέτης Βυζαντίου)
Κατέβηκε προσεκτικά τη μικρή ξύλινη σκάλα
Αυτή που οδηγούσε στο υπόγειο
Αυτή που, σαν ήταν μικρούλα,
νόμιζε πως οδηγούσε στα έγκατα της γης
Τώρα ήξερε ότι τίποτε δεν ήταν πιο βαθύ από την ψυχή της
Και εκεί δεν είχε καμία σκάλα να κατέβει
Εκτός από τον πόνο
Εκείνος γινόταν ενίοτε μια τραχιά ανεμόσκαλα
και ορμητικά, μέσα σε αγέρηδες και κοσμοχαλασιά,
μπορούσε να την κατεβάσει στα φοβερά της έγκατα
Και πάντα τρόμαζε
από το αγέρωχο σκότος και το οξύτατο φως
Πάντα της κοβόταν η ανάσα
στη θέα της αιμορροούσης αλήθειας της
Πλησίασε το κουτί με την σκόνη που άπληστα
ήταν σκορπισμένη πάνω του
Αναγνώρισε τα αρχικά
Φ.Ι. Πόσο τα αγαπούσε!
Κράτησε για λίγο τα μάτια της κλειστά
''Φιλαρετάκι , φοβάσαι;''
''Γιατί να φοβηθώ; Έχει κατσαρίδες εδώ κάτω;''
Μετά άκουγε το γέλιο του
και την καθησυχαστική αρνητική του απάντηση
Τί είναι ο φόβος; σκεφτόταν
Τίποτε!
Δε θυμάται να φοβήθηκε ποτέ το σκοτάδι
Μάλλον της άρεσε
Την έκρυβε στις σκανταλιές της
Την νανούριζε στις λύπες της
Την ημέρευε στους θυμούς της
Τα είχε βρει μαζί του
Φίλος της αγαπημένος
Ανέβασε το κουτί στο φως της μεγάλης σάλας
Το άνοιξε με τρυφερότητα
Ξαφνικά ο χρόνος ,αυτό το θρασύτατο αλητόπαιδο, άρχισε να τρέχει πίσω
Όλο και πιο πίσω
Σαν κυνηγημένος κλέφτης
Σαν;
Μα κλέφτης ήταν ούτως ή άλλως
Της είχε κλέψει τα πολύτιμα όλα
Και κυρίως τα παιδικάτα της
Οι ψεύτικες πέρλες της μητέρας, τα πολυκαιρισμένα πούρα του πατέρα, το χρυσό βαφτιστικό σταυρουδάκι του αδελφού, το χρυσοκίτρινο ψαθάκι των καλοκαιριών της,
τα βαθυκόκκινα βελούδινα γάντια της των δέκα ετών, της χαμογελούσαν γλυκά
Χαμογέλασε κι αυτή
Πόνεσε
Νοστάλγησε
Ο νόστος πάντα πάει χέρι-χέρι με το άλγος
Θέλησε να επιστρέψει εκεί
Εκεί που τίποτε δεν μπορούσε να την πληγώσει
Τίποτε δεν μπορούσε να την προδώσει
Εκεί
Στα ιερά και πολύτιμα έγκατα της μνήμης
Αν δεν υπήρχαν αυτά, αναρωτήθηκε
πώς θα κρεμόταν ατρόμητη
όπως τώρα
όπως αύριο
όπως κάθε στιγμή της ζωής της
από την φοβερή ανεμόσκαλα των καταιγίδων και των αστραπών
του βίου της;
Πώς ;
Φιλαρέτη Βυζαντίου
(Φ.Β. 018011019 ''ΑΞΟΔΕΥΤΟ ΦΩΣ'' 2018-19)
Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020
ΕΙΔΟΠΟΙΟΣ ΔΙΑΦΟΡΑ (του Λάμπρου Βασιλειάδη)
Λίγο πολύ
δεν είναι η ποσότητα
που αμφισβητείς'
είναι το δάκρυ
που φορτίζει την ελπίδα
είν' ο λυγμός
που αδημονεί
να βρει διέξοδο
στον πόθο.
Πολύ λίγο
ενδιαφέρονται οι πτώσεις
για το δάκρυ.
Σα κόρη
διατηρείται
μέσ' στο βλέμμα
έστω και σα παράπονο.
Λάμπρος Βασιλειάδης
Διαυγής Αντίδραση
εκδόσεις ΣΑΒΒΑΛΑΣ 2000
Άτιτλο (της Μαρίας Νάντη)
Οι Μεγαλύτερες Αλήθειες
Γράφτηκαν Σε Τοίχους...
Έτσι, Για Να Γκρεμιστεί
Ένας Μύθος Ακόμη ...
Επειδή Οι Τοίχοι
Ποτέ Δεν Είχαν Αυτιά ...
Ο Ρόλος Τους 'Ήταν
Πάντα Διαχωριστικός ...
Μαρία Νάντη
Κυριακή 13 Σεπτεμβρίου 2020
ΑΚΑΝΘΟΧΟΙΡΟΣ (της Χρύσας Νικολάκη)
Τα καρφιά στη μνήμη
απαραίτητα για την ανέλιξη.
Τ' αγκάθια διαπερνούν τη χάρτινη σάρκα
μα η καρδιά πάνοπλη με φως
τα νυκτόβια δεν φοβάται.
Ο συριγμός μακρύς αγκαθωτού τρένου
σαρκοφάγα του καπνού η σκέψη
ερωτηματικό η αμφιβολία.
Μα το φως τυφλώνει το άγριο θηλαστικό
και το τρέμουλο τ' αγκάθια πλαγιάζει
στη νάρκη της αλήθειας.
Η Δήμητρα δεν λυγίζει
εμπρος στο διμορφισμό του ρύγχους
με χέρια πυρσούς τυφλώνει
τις Κόρες του Σκότους.
Μα ύστατη στιγμή
εγκαταλείπει το στόχο της.
" Η βιασύνη κι η οργή ειναι για τους κεφαλοκυνηγούς" σκέφτεται.
Χωρίς τις Ακαλλιέργητες Πεδιάδες τ' Ουρανού
πόσο το χρέος ν' αντέξει;
Ο κόσμος πρασινίζει
όταν η αγάπη ανθίζει.
Μια νεα Περσεφονη γεννιέται!
Κι ο Πλούτωνας με άδεια χέρια
εγκαταλείπει το άρμα του στην αρένα του ήλιου.
Δεν είναι δειλία η συγχώρεση.
ΣΟΦΊΑ αγάπης είναι!
Χρύσα Νικολάκη
Σαν λήξει η γιορτή (της Λιλης Βασιλάκη)
Σαν λήξει η γιορτή
και σβήσουν τα φώτα,
εσύ, θα γίνεις σιωπή,
θα μείνουν τα χνώτα...!
Σαν θα βγει η νυχτιά,
θα γίνεις δάκρυ νοτιά.
Αέρας, σύννεφο, σκόνη
εγώ, υποχείριο άχτι,
στου χρόνου τ' αμόνι...
Θα ζήσεις κοντά μου για λίγο
και μετά, όπως πάντα, θα πεις:
"Θα φέξει... πρέπει να φύγω...!
...λυπάμαι.. το φως μόνη θα δεις...!"
Κι εγώ λύπες υφαίνω,
σκιές, σέ να προσμένω...
Θαρρώ είμαι παιχνίδι!
Δικό σου; της μοίρας;
Τριχιά, παραγάδι,
στα χέρια σας σφύρα...!
Δεν θέλω να είσαι η ανάσα,
που τις νύχτες μου κάνει παρέα...
Να γίνεις θέλω στο φως η ανάσα,
ζωή μου, η δικιά μας η μέρα...!
Λιλή Βασιλάκη
Από τη συλλογή "Ροές ψυχής"
Σάββατο 12 Σεπτεμβρίου 2020
Άτιτλο (της Τζένης Τσιουγκου)
Είσαι ένα ποίημα που γράφτηκε στο μέρος της καρδιάς,
ένα τραγούδι που στο νου ακούγεται ξανά και ξανά...
Είσαι μια ιστορία που τέλος δεν έχει,
ένα αεράκι που διαπερνά γλυκά το διψασμένο κορμί...
Είσαι μια θλίψη δυνατή που κυνηγάει την ανήσυχη ψυχή μου
και μια χαρά που αγκαλιάζει ματια και χείλη...
Μάτια που λάμπουν σαν φωτεινές στιγμές του παρόντος,
μάτια που αγρυπνουνε όταν σε περιμενουν σε νύχτες ήσυχες και αρωματισμένες από τις αναμνήσεις σου....
Χείλη που τραγουδούνε στις ηχηρές σιωπές της απουσίας σου,
χείλη που ψιθυριζουνε σ' αγαπώ
και λένε λέξεις που ποτέ δεν θ ακούσεις...
Είσαι μια θάλασσα απέραντη που τυλίγει την ύπαρξη μου και με μεθά,
μια τρικυμία που με παρασέρνει στο βυθό, με πνίγει, με λυτρώνει, με συγκλονίζει....
Είσαι ένα φιλί που ταξιδεύει, με αγγίζει τρυφερά, ένα φιλί γεμάτο αλμυρα και καλοκαίρι, φιλί που μ'εκστασιαζει, με κατέχει και ξυπνά πρωτόγνωρες αισθήσεις....
Και είσαι χιλιάδες όνειρα που σμίγουν στον ορίζοντα του μυαλού σαν γλάροι που συναντιούνται
κι αγγιζουν την επιφάνεια της θάλασσας
όπως τα μάτια σου όταν σμίγουν με τα δικά μου τ ανυπομονα μάτια,
εκείνα που σε προσμένουν προσπαθώντας να φτάσουν στο λιμάνι της ψυχής σου
και πετούνε μακριά,
εκεί που ο ουρανός φίλα ασταμάτητα τα κύματα....
Τζένη Τσιουγκου
Σαράντα Έξι Χρόνια (Στην κατεχόμενη Γή μας) (του Λευτέρη Ελευθερίου)
Ο ήλιος με τ'αστραφτερά του ρούχα ανατέλλει αέναος...
Σαράντα έξι χρόνια.
Σκοντάφτει καθημερινά στα ναρκοπέδια του μίσους...
Σκίζει τα ρούχα του, γδέρνονται οι φτέρνες του-πονούν, επάνω στα συρματοπλέγματα της διχόνοιας...
Σαράντα έξι χρόνια!
Τα γερασμένα δέντρα με τους άδειους καρπούς σπάνε τα κλαδιά τους...
Το ρετσίνι τους στάζει το μεδούλι της μνήμης....
Σαράντα έξι χρόνια!
Σε βρώμικα σαλόνια σέρνονται τα κρόσια των καιρών...
Οι μεγάλες Ιδέες, άστεγες. Γυροφέρνουν στα ερείπια της θαλασσοφίλητης πόλης...
Σαράντα έξι χρόνια!
Με τσαλακωμένα φτερά πετούν τα περιστέρια, βαριανασαίνοντας...
Κουβαλάνε τα βαρίδια της αναίδειας των τοκογλύφων...
Σαράντα έξι χρόνια!
Οι μεγάλες Αλήθειες μοιάζουν κι αυτές, μισοπεθαμένες...
Η αδικία αυλάκωσε τα πρόσωπα...
Θύτες και θύματα όλοι μαζί, γενίκαμε πρωταγωνιστές σε ταινία βωβού κινηματογράφου.
Σαράντα έξι χρόνια... Άγονα.
Κι όλα τα λάθη φαίνονται σωστά
Κι όλα τα καθώς πρέπει λάθη.
Λευτέρης Ελευθερίου
Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020
Καρδιά, ψυχή, μυαλό (της Εύας Μήλιου)
Δοκιμάζεται η καρδιά,
στα βήματα της αγάπης.
Δοκιμάζεται η ψυχή,
στους δρόμους της προσφοράς.
Δοκιμάζεται ο νους,
στις λεωφόρους της υπομονής.
Ρισκάρει η καρδιά,
με το θαύμα της αγάπης.
Ρισκάρει η ψυχή,
με την ικανοποίηση της προσφοράς.
Ρισκάρει ο νους,
με το απρόσμενο της υπομονής.
Καρδιά, ψυχή, μυαλό,
ακολουθούν πιστά το όνειρο της ζωής.
Καρδιά, ψυχή και νους,
αναζητούν το όνειρο το αγγελικό.
Καρδιά, ψυχή, μυαλό,
ψάχνουν και συναντούν τον δικό τους τον Θεό.
Εύα Μήλιου
Στου Φεγγαριού την άκρη (της Μίνας Μπουλεκου)
Στου φεγγαριού την όψη
χλόμιασε το πρόσωπό σου,
η ανάσα μου κόπηκε στα δυο.
πως θα σε ξεχωρίσω μες το πλήθος..
Στεκόμουν ακίνητη
μπροστά σου ακρωτηριασμένη
απομακρυνόμουν ξανά και ξανά,
αντικρίζοντας το λευκό σου πουκάμισο
ν’ ανεμίζει στην πλώρη.
Έχε γεια, σ’ αποχαιρετώ,
κάτω απ’ την ξεθωριασμένη
μαύρη μου ομπρέλα.
Άπλωσα το νήμα μου,
μέχρι να τελειώσει.
Άπλωσα τα χέρια μου,
μέχρι να σ’ αγγίξω.
Στα σύννεφα του στεναγμού
ξεδιάλυνα
τις επιβλητικές σου γωνίες
ιχνηλατώντας
το σκαμμένο πρόσωπο σου
καθαγιασμένο από τη λήθη,
απαλλαγμένο
από τα εφήμερα πάθη
κρατώντας μια Ανεμώνα.
Σύμβολο του ανέμου.
Άνοιξα τα πέταλά της ορθάνοιχτα
στην αγκαλιά μου,
τίναξα
τον ζυγό που σε μαστιγώνει.
Πρόσκαιροι μοιάζουν
οι επίδοξοι σφετεριστές σου
ασήμαντοι
στην μικρή τους βεβαιότητα.
Μνήμες χαρακωμένες
βυθισμένες στην αμφιβολία
σωπαίνουν για πάντα.
Μίνα Μπουλεκου
O κλόουν (της Σοφίας Τριανταφυλλίδου)
Πριν ένα μήνα
ο πατέρας
έσβησε στο μέτωπο,
προχθές το βράδυ
μια αδέσποτη σφαίρα
σταμάτησε
την καρδιά της μάνας,
σήμερα στην πλατεία
ένας κλόουν, για λίγα λεπτά
έφερε πίσω και τους δύο.
Σοφία Τριανταφυλλιδου
Πέμπτη 10 Σεπτεμβρίου 2020
ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΝΟΥΝ (της Μάντυς Τσιπούρα)
Θλίψη, ανία
παντού με κυκλώνουν
άγχος, φοβίες
τη σκέψη θολώνουν
λουλούδια π' ανθίζουν
στο πέρας της μέρας
τραγούδια που σβήνουν
στο στίχο της πένας
ανάλαφρη φάση
αστείρευτη δράση
κείνα που 'φυγαν
πριν καν προσπεράσει
η άτυπη δύση,
σε χάραμα που 'πεσε
στην άγρια φύση.
Χαρούμενα χρόνια
μ' ανείπωτα λόγια,
με γέλια και λάμψεις
αθόρυβα όνειρα
σε χίλιες εκφάνσεις!
Τώρα ζητούνε
κάτι να βρούνε
απ' την πάλαι χαρά
μα δίχως άλλο,
χωρίς ξεγνοιασιά.
Η πρώιμη ήβη
εχάθη απρόσμενα
Αχ! πόσο με θλίβει...
Μάντυ Τσιπουρα