Εγώ τους σκότωσα. Και τους δύο εγώ.
Με τα ίδια μου τα χέρια. Πρώτα αυτόν.
Έπειτα εκείνη.
Έπεσα πάνω τους σαν αγρίμι μέρες νηστικό.
Έχωσα τα νύχια μου στο λαιμό τους.
Τους έβλεπα να προσπαθούν να πάρουν μιαν ανάσα.
Τους τελείωνε το οξυγόνο.
Ήμουν τρελή. Διψούσα για αίμα. Πεινούσα.
Ήθελα να γευτώ τη σάρκα τους.
Αυτός ο αλήτης πάλευε να μου ξεφύγει.
Η άλλη άντεχε ακόμα.
Υπέμενε το μαρτύριο.
Έβλεπε τα μάτια μου.
Δυο λίμνες αίμα.
Τραβούσα αυτόν από τα μαλλιά.
Τον έριχνα κάτω και αυτός πάλι σηκωνόταν. Είχα τρελαθεί.
Είχα παρανοήσει. Ήταν πολύ δυνατός.
Φοβήθηκα πως δε θα τα έβγαζα πέρα μαζί του.
Η άλλη κάτω να με κοιτάει στα μάτια.
Με το ένα χέρι προσπαθούσα να την κρατάω κολλημένη στη γη.
Με το άλλο χτυπούσα εκείνον.
Είχαν κλειστά και οι δύο τα μάτια. Πίστεψα ότι πέθαναν.
Ήμουν σχεδόν σίγουρη.
Ανάσα δεν ακουγόταν. Μόνο σιωπή.
Μόνο σιωπή και το κλάμα μου.
Σηκώθηκα και τους έριξα μια τελευταία ματιά για να βεβαιωθώ.
Δεν ήθελα πια να πιω το αίμα τους.
Είχα ήδη λουστεί με αυτό.
Έφυγα σαν τρελή μέσα στη νύχτα.
Είχα αδειάσει μέσα μου.
Χτύπησε το τηλέφωνο.
Τους βρήκαν μου είπαν.
Ο Έρωτας δεν τα κατάφερε.
Μα η Αγάπη ακόμα ζει.
Ιωάννα Πιτσιλλη
Από την Ποιητική Συλλογή «Ράβδοι πλαστελίνης»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου