Ήταν πρωί και
είχα ξεχάσει πως κάποτε
είχα γίνει θάλασσα για σένα
να μπορώ να σε πάω ταξίδια,
στεφανωμένα με ηλίου στέμματα.
Κι αν πάλι δεν ήθελες θυμάμαι,
στεκόμουν εκεί ατάραχα,
να μπορώ να σε ακούω,
να σε συντροφεύω πανσέληνα.
Είχα γίνει αέρας κάποτε για σένα.
Να μπορώ να αγκαλιάζω
αυθαίρετα την ψυχή σου,
τάχα μου τυχαία.
Μα το άρωμά της
γινόταν αέρας κι αυτό
και σ' έχανα,
γινόσουν αερικό,
κι όλο αγρίευε η πεθυμιά μου να σε πιώ.
Και γινόμουν ξαφνική βροχή
για να μπορώ να κυλήσω,
να ποτίσω,
αυτό που αναρριχόταν
πάνω σε όλες τις αισθήσεις μου,
ένα αρωματικό κόκκινο αγιόκλημα,
το σώμα σου.
Μα εσύ, έτρεχες σε υπόστεγα
και ομπρέλες δανεικές
και γω έπεφτα κάτω
σε τσιμέντο τραχύ,
άνοστο και νεκρό.
Και έγινα κεράκι ρεσώ,
σε κηροπήγιο γυάλινο
διακοσμητικό,
που μία νύχτα τ'άναψες
από περιέργεια να δεις,
θάμπωσε,
μαύρισε το γυαλί,
και έλιωσα εκεί.
Όσο με ήθελες,
τόσο άντεξα,
τόσο έγινα.
Και έσπασα.
Δεν ξανάγινα τίποτα πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου