Όταν έσκαγε ο ήλιος
στην αυλή μας
η μαμά διόρθωνε τις γλάστρες
απολάμβανε τις ακτίνες του
ώρες ολόκληρες
ο παράδεισος της
Με το χέρι, μου έγνεφε
να πάω γρήγορα κοντά
Χωρίς να το σκεφτώ
άρπαζα το ξύλινο σκαμνάκι
καθόμουν στο άψε σβήσε
Ένοιωθα μεγάλη τρυφερότητα
Λεπτό δεν καθυστερούσε
με ζεστό βλέμμα έπλεκε
στα χάδια τα άλυτα μαλλιά μου
Τα δακρυσμένα δάχτυλα της
έπαιζαν σαν αργαλειός
καρφίτσωνε στις μακριές πλεξούδες
στοργικά την ιερή αγάπη της
στο τελείωμα μου έβαζε
δυο λευκούς φιόγκους
Τώρα στο χαμηλό δωμάτιο
περιμένει στο παράθυρο
με το καλό της φόρεμα
να φανώ
Να της φτιάξω τα άσπρα μαλλιά
να της φορέσω την κορδέλα
να της κόψω τα νύχια
να της δώσω ένα φιλί
Νοιώθω τυχερή που την έχω ακόμη!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου