Άνοιξε τα παγωμένα βλέφαρά της με δυσκολία. Αν και σκέπαζαν το σώμα της δυο μάλλινες κουβέρτες από την προίκα της, εκείνη ένιωθε το κρύο να διαπερνάει όλο της το σώμα. Αποφάσισε να παραμείνει εκεί κουκουλωμένη στο σουηδικό κρεβάτι του δωματίου 69 που τη φιλοξενούσε τα τελευταία τρία χρόνια. Τα σχέδιά της όμως χάλασε η τραπεζοκόμος που χτύπησε τη πόρτα και μπήκε στο δωμάτιό της για να της αφήσει το πρωινό της γεύμα.
- Καλημέρα κυρία Βασιλική και χρόνια σας πολλά.
Μα ναι, ήταν η πρώτη μέρα του χρόνου, η γιορτή της, άλλη μια χρονιά ξεκινούσε για εκείνη, μια χρονιά που δεν ήξερε αν θα τη χαρεί μέχρι το τέλος της.
- Καλημέρα κορίτσι μου, σ' ευχαριστώ πολύ, καλή χρονιά να έχουμε.
Η τραπεζοκόμος που το όνομά της ήταν Μαρία, τη πλησίασε και της έδωσε ένα πακέτο.
- Το έφτιαξα για σας. Για να μη κρυώνετε.
Το κράτησε στα χέρια της, το περιεργάστηκε και ένα δάκρυ κύλησε από τα μάτια της.
Αγάπησε η Βασιλική, ναι αγάπησε πολύ. Χάρισε τη καρδιά της και τη ζωή της σ' εκείνον. Όλα για εκείνον, για την αγάπη του, τον έρωτά του.
Ήξερε από αγάπη η Βασιλική, από έρωτα, από πάθος. Το έζησε μέσα από τους γονείς της. Έτσι ήθελε κι εκείνη ν' αγαπήσει, έτσι το ονειρευόταν.
Τον αγάπησε, τον παντρεύτηκε, του χάρισε ένα υπέροχο παιδί. Μια ζωή προσφορά αγάπης. Και περίμενε, κάθε χρονιά, περίμενε να λάβει κάτι που θα γέμιζε το γυναικείο της ρομαντισμό. Περίμενε στα γενέθλιά της, στη γιορτή της, στη γιορτή της μητέρας, όχι ένα δώρο, αυτό το είχε βγάλει από το μυαλό της, όμως πρόσμενε κάτι που θα φανέρωνε την αγάπη του για τη δική της καθημερινή αφοσίωση και φροντίδα, ένα λουλούδι κι ας ήταν κομμένο κι απ' το δρόμο, μια κάρτα με δυο λόγια, μάταια. Τα τελευταία χρόνια είχε πια σταματήσει να περιμένει. Το έβρισκε κι εκείνη πλέον περιττό. Είχε συνηθίσει κι η συνήθεια είναι η μεγαλύτερη δύναμη στη καθημερινότητα της ζωής.
Και τώρα, τι; Κρατούσε στα χέρια της ένα κουτί που έκρυβε κάτι για εκείνη. Ανάκατα συναισθήματα τη πλυμμήρισαν. Ανατράπηκαν όλα μέσα της και δεν ήξερε αν άξιζε να λάβει ένα δώρο. Ένιωσε σαν παιδί, όπως όταν έπαιρνε στα παιδικά της τότε χέρια το δώρο του Άγιου Βασίλη.
- Σ' ευχαριστώ παιδί μου, να 'χεις την ευχή μου.
Κλείνοντας τη πόρτα η τραπεζοκόμος, η Βασιλική άνοιξε το κουτί και κράτησε στα χέρια της ένα ζευγάρι μάλλινα τερλίκια για τα πόδια της. Ήταν σε χρώμα μπεζ με λευκο γουνακι στο τελειωμα. Τα φόρεσε και κοίταξε τα πόδια της με χαρά, ήταν τόσο κομψά και ζεστά ταυτόχρονα κι ήταν δικά της.
Την είχαν σκεφτεί και μάλιστα αφιέρωσαν χρόνο για να της τα φτιάξουν.
Μα δεν τα περίμενε, είχε κουραστεί να περιμένει. Ή μάλλον είχε πειστεί πως δεν έπρεπε να περιμένει. Ακόμη κι αν εκείνος ζούσε, δεν θα περίμενε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου