Η μαυροφορεμένη μάνα μου
και τις Κυριακές σηκώνονταν λίγο πριν το χάραμα.
Ήξερε να ξεχώριζει καλά τον άνιθο με τον μάραθο,
το αγαθό από το πονηρό των ανθρώπων χαμόγελο.
Χόρευε στα κύματα, η μυλόπετρά* της, τα άλεθε όλα.
Ποτέ δεν ξεχώριζε τα δικά της τρία αγγελούδια…
και εμένα το στραβόξυλο, που τόσο την κούραζα.
Τα βράδια έσκυβε πάνω μου, με γλυκοφιλούσε,
έλεγε της Φοινίκης μύθο, με του Μέγα** νανούρισμα.
Βάφτιζε τους θαλασσόπονους αγάπη. Αυτή είναι Μάνα.
Δεν της κέντησα στίχους, το τραγούδι της εγώ έγινα.
Τα βράδια στο τζάκι, την ταραγμένη θάλασσα αγκάλιαζα.
Της τραγουδούσα, με ανοιχτά φτερά γύρω της χόρευα.
Πότε φτερούγιζα σαν αετός, πότε δρασκέλιζα σαν ελάφι.
Γεμάτη στοργή, χαμογελούσε. Αχ, πώς φώτιζε το σπίτι.
Χειροκροτούσε, φώναζε: “Όπα αλήτη μου, αγάπη εσύ”
Τα μάτια της φώς, δροσιά χαράς, η ψυχή της γιασεμί.
Το χαμόγελο μου, στα μάτια της, της αυγής το φως.
Ποίημα δεν έγραψα, στην ψυχή θερμό ήλιο την είχα.
Ήταν ο θεός μου. Οι θεοί δεν προσδοχούν ποιήματα.
Όσο ζούμε εμείς, το παιδί, το εγγόνι, αυτή δεν πεθαίνει
για αυτό λέγεται ΜΑΝΑ, με κεφαλαία γράμματα...
*- μεταφορική έννοια, το στομάχι.
**- ονομάζεται σήμερα η πηγή του 3ου αιώνα π.Χ. της Φοινίκης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου