Την πυξίδα την πέταξε σε ένα ανοιχτό φρεάτιο, στη μέση του δρόμου που περπατούσε.
Το βήμα βάραινε όλο και περισσότερο. Πού πήγαινε δε γνώριζε, είχε κουραστεί τόσο πολύ να έχει απάντηση για τα πάντα. Κάθε ερωτηματικό, στο διάβα της ζωής, την σκουντούσε κάθε λίγο και λιγάκι να το απαντήσει. Από θαυμαστικά έχασκε...
Το τηλέφωνο στο τσεπάκι της άρχισε να κουδουνίζει κι έσπασε την ησυχία, της αφέγγαρης βραδιάς. Δίχως να κοιτάξει το όνομα που την καλούσε, πέταξε το κινητό με μια δύναμη στον απέναντι κάδο, που είχε βάλει σημάδι. Αστόχησε, ποτέ δεν ήταν καλή στο σημάδι... όπως τότε που στόχευσε τον έρωτα του Μάρκου και τελικά πέτυχε το μανιασμένο πάθος του φίλου του, του Γιάννη. Πήγαινε για τρίποντο και τελικά έριξε τη μπάλα έξω από το στάδιο. Άστοχη πάντα. Το ακριβό, χρυσό κινητό της, κείτονταν δίπλα στο ροδάκι του κάδου, δίχως φαινομενικά να έχει πάθει το παραμικρό, έπειτα από τέτοια σφοδρή πτώση. Άχρηστη ως τώρα. Ανίκανη να σπάσει κάτι, να το συντρίψει. Κι ας την συνέντριψαν... κι ας την πέταξαν εκείνοι... κι ας την έκαναν μικρά κομματάκια. Αυτή ανήμπορη να σπάσει το οτιδήποτε, ούτε καν το κινητό της. Σκέφτηκε ξανά πως θα συνέχιζε να περπατά στο σκοτάδι κι όπου την έβγαζε. Φόβο δεν ένιωθε, δεν είχε πια και τίποτα να φοβάται. Έπειτα ο δρόμος που είχε αποφασίσει να πάρει, την έβγαλε σε αδιέξοδο. Σιχτίρισε ακόμα μια φορά τις λάθος επιλογές της. Μέχρι τώρα, το ένστικτό της ήταν πεσμένο, σε μόνιμο λήθαργο. Οι επιλογές της λάθος, η μία μετα την άλλη έπεφταν σαν ντόμινο, μόνο που πια δεν ήταν παιδάκι να το βλεπει και να χαίρεται. Να ξαναστήνει τα πλακίδια, να τα βλέπει να πέφτουν με γρηγοράδα, που ούτε το μάτι δεν προλάβαινε να δει. Τώρα ήταν γυναίκα μεγάλη κι οι επιλογές της, την καθόριζαν. Λίγο πριν γυρίσει την πλάτη και κινήσει για να φύγει, μία φωνή σαν παρακαλετό ξέπνοο, την κράτησε καθηλωμένη, εκεί να ψηλαφεί στο σκοτάδι, να βρει τι ήταν αυτό που άκουγε. Εκείνη τη στιγμή χρειαζόταν το φακό του κινητού της, να φωτίσει τον χώρο, έτσι έβρισε τον εαυτό της ακόμη μία αφορά που το είχε ξεφορτωθεί, μα και γιατί δεν είχε καταφέρει να το σπάσει. «Όταν κάνεις μια αλητεία, τουλάχιστον κάνε την καλά, κουκλίτσα μου». Όπως όπως έπιασε και σήκωσε το νεαρό παλικαράκι, που ήταν χτυπημένο. Δε μιλούσε καθόλου ελληνικά, μα ήταν σαν να την εκλιπαρούσε να τον βοηθήσει. Από την τσέπη του έπεσαν τρία πακέτα χαρτομάντιλα κι ανοίγοντας τα εκείνη, τα τοποθέτησε πάνω στην βαθιά πληγή που ‘χε στο πόδι του. Τις επόμενες ώρες οι γιατροί την ενημέρωναν πως αν δεν βρισκόταν στο δρόμο του κι αν δεν τον πήγαινε εγκαίρως στο νοσοκομείο, ο νεαρός μετανάστης θα ‘χε πεθάνει από ακατάσχετη αιμορραγία. Του έσωσε τη ζωή. Ήταν ο φύλακας άγγελός του.
Το κινητό δίπλα ακριβώς από το κάδο ξεκίνησε να χτυπά. Στην οθόνη γραμμένη η λέξη ΑΛΛΑΓΗ. Το σήκωσε ευδιάθετα, γεμάτη ενέργεια. Ψιθύρισε «τώρα ξέρω» κι έφυγε προς τον δρόμο, τον πολυσύχναστο, σχεδόν τρέχοντας...
Βάγια Μπαλή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου