Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2021

Άτιτλο (της Τζένης Τσιουγκου)

 




Νύχτα σιωπηλή

Απόψε που η νύχτα είναι σιωπηλή

και τ’ αστέρια ξαγρυπνούν στην αγκαλιά του φεγγαριού

ψάχνω για το βλέμμα σου, το σιωπηλό βλέμμα σου…

Τα κίτρινα φύλλα χορεύουν στον παράξενο ρυθμό της καρδιάς μου

και στροβιλίζονται πάνω στους γκρίζους δρόμους,

σε μονοπάτια που δεν οδηγούν πια σε σένα…

Ο αέρας που διαπερνά τη γύμνια των δέντρων

φωνάζει ένα σ’ αγαπώ απελπισμένο

και συνάμα το ψιθυρίζει σε κόσμους ονειρικούς

που προσπαθώ να ταξιδέψω.

Ο αέρας φέρνει την απαλή φωνή σου, απόμακρη και μεθυστική…

Απόψε η νύχτα είναι σιωπηλή σαν εσένα,

μα λέξεις φωτιά αιωρούνται στην κρύα ατμόσφαιρα:

Μου λείπεις πολύ….πάρα πολύ!

Απόψε τ’ αστέρια φλυαρούν

κι όταν μιλούν για σένα, θαρρείς, λάμπουν πιο πολύ…

Η σελήνη απόκοσμη μου κάνει συντροφιά

και μου τραγουδά ποιήματα του έρωτα…

Απόψε που η νύχτα σωπαίνει

πνίγω κι εγώ τα δάκρυά μου

και τα κρύβω στην ψυχή μου.

Ίσως κάποτε στα χαρίσω,

ίσως κάποτε,

όταν θα βρίσκομαι βαθιά στην αγκαλιά σου

κάποια νύχτα σιωπηλή σαν το βλέμμα σου,

όταν τ’ αστέρια θα ξαγρυπνούν στην αγκαλιά του φεγγαριού

και τα κίτρινα φύλλα θα χορεύουν πάνω στους γκρίζους δρόμους…

Ίσως κάποτε,

πριν χαθεί του ονείρου το εξαίσιο σφιχταγκάλιασμα,

ίσως κάποτε σου χαρίσω τα δάκρυά μου

και τα λόγια μου τα τρυφερά…

Ίσως…

Τζένη Τσιουγκου

Ο ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ (της Αναστασίας Σαβαρη)



Όσο κι αν το φωτεινό πρόσωπο της νύχτας

αγκιστρώνεται απ' τις χάλκινες άκρες των δέντρων

αν εσύ κάθεσαι μέσα στο πηγάδι σου

παίζοντας με την αλυσίδα, 

δε θα το δεις ποτέ


Θα 'σαι μόνο περήφανος γιατί έμαθες

να μετράς τους κρίκους

μέχρι να μπορέσεις να κοιμηθείς

ή γιατί έμαθες να παραβγαίνεις στο τρέξιμο

τους υπνοβάτες

γιατί

γιατί

γιατί έμαθες να επαναλαμβάνεις

και να επαναλαμβάνεσαι


Και αφού τα κατάφερες να κληρονομήσεις

αυτό το πηγάδι

αραχτός 'κει πάνω στην πεζούλα

το συνήθισες να διαφωνείς

-λες και 'χει νόημα- με τον Άδη


Και δεν ένιωσες ποτέ σου

σαν τον κρατάς με τα χέρια σου σφιχτά

ότι βαραίνει ο άδειος τενεκές σου

και ότι στα δάχτυλά σου έχεις μια αμυχή


Κι ο ξεχασμένος εαυτός σου

χαζεύει το είδωλό του που βουτά

μ' έπαρση στον πάτο

διψώντας για ζωή

μεσ' τ' αξημέρωτο όραμά του


Είναι πάντως κάποιες φορές που 

φορώντας μιαν ασύμμετρη αμηχανία

σ' έχω δει να ξεκρεμάς το φιλέρημο κλάμα σου

από τα ξυλoπόδαρά του


Αναστασία Σαβαρη