Όσο κι αν το φωτεινό πρόσωπο της νύχτας
αγκιστρώνεται απ' τις χάλκινες άκρες των δέντρων
αν εσύ κάθεσαι μέσα στο πηγάδι σου
παίζοντας με την αλυσίδα,
δε θα το δεις ποτέ
Θα 'σαι μόνο περήφανος γιατί έμαθες
να μετράς τους κρίκους
μέχρι να μπορέσεις να κοιμηθείς
ή γιατί έμαθες να παραβγαίνεις στο τρέξιμο
τους υπνοβάτες
γιατί
γιατί
γιατί έμαθες να επαναλαμβάνεις
και να επαναλαμβάνεσαι
Και αφού τα κατάφερες να κληρονομήσεις
αυτό το πηγάδι
αραχτός 'κει πάνω στην πεζούλα
το συνήθισες να διαφωνείς
-λες και 'χει νόημα- με τον Άδη
Και δεν ένιωσες ποτέ σου
σαν τον κρατάς με τα χέρια σου σφιχτά
ότι βαραίνει ο άδειος τενεκές σου
και ότι στα δάχτυλά σου έχεις μια αμυχή
Κι ο ξεχασμένος εαυτός σου
χαζεύει το είδωλό του που βουτά
μ' έπαρση στον πάτο
διψώντας για ζωή
μεσ' τ' αξημέρωτο όραμά του
Είναι πάντως κάποιες φορές που
φορώντας μιαν ασύμμετρη αμηχανία
σ' έχω δει να ξεκρεμάς το φιλέρημο κλάμα σου
από τα ξυλoπόδαρά του
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου