Μέσα στα κάστρα δίπλωνα άστρα,
χάρτινα άστρα γεμάτα φως· ρωτάς πως;
Εσύ, στα μάτια σου που κουβαλάς το φως;
Που στα μαλλιά σου σκαλωμένες πεταλούδες
ανοιγοκλείνουνε τα φτερά·
σαν χάδι ανοίγουνε σαν το φιλί σφραγίζουν..
Τον τρόπο που προστάζεις, - δούλος σου ο πόθος
ικέτης στην αθωότητά σου εμπρός, γονατιστός
μα πάνοπλος και δόλιος, - πως τον απέκτησες;
Στην πιο ψηλή πολεμίστρα σου σκαλί σκαλί θ’ ανέβω
είτε να πέσω, είτε να υποταχτώ στα κάλλη σου
και να τα υποτάξω, λευτερώνοντας τ’ άστρα
πίσω στον ουρανό που τα γέννησε κι ανήκουν.
Και καθώς ο κόσμος σβήνει, τα κάστρα πέφτουνε,
πεταλούδες φωτιάς π’ ανοιγοκλείνουνε τα φτερά τους
θα γίνουνε πνοή κι εκπνοή μας, καθώς
πεθαίνοντας στον παλιό κόσμο
θα γεννιόμαστε μέσα από τη φωτιά, στο δικό μας!
Μα ίσως πάλι μείνουνε τ’ άστρα τυφλά
ανάμεσα σε σεντόνια και μαξιλαροθήκες
ατσαλάκωτα, αταξίδευτα, κι άκαυστα·
Ο λυτρωτής πόθος δεσμοφύλακας και φυλακισμένος,
και συ μια τρελή που την τρέλα της ξέχασε.
Παρέσυρε ο άνεμος τις πεταλούδες της φωτιάς
αφήνοντας μονάχα μία κατάστηθα,
να χτυπά απαλά κι αθόρυβα τα φτερά της.
Θα επιζήσεις, μα όπου κι αν πας
οι δρόμοι σου σπαρμένοι νεκρές πεταλούδες.
Κι η καρδιά σου απαλά, αθόρυβα, να θρηνεί
όχι το θάνατό τους
μα που δεν μπόρεσε να πεθάνει μαζί τους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου