Εγώ είμαι ποιητής… έλεγε.
Κι όλοι τον περιπαίζανε.
Μ αυτός στις γειτονιές γυρνούσε
κι ένα Τετράστιχο σκάλωνε σε κάθε παραθύρι.
Στον καθένα ήξερε τι του αρμόζει.
Αν είχε κέφια, έφερνε καμιά γυροβολιά
μήπως κι αρπάξει κάποιο χαμόγελο
από εκείνα τα δυσεύρετα.
Μ αν είχε ντέρτι φώναζε σα πληγωμένο ζώο.
Κλάψτε μαζί μου άνθρωποι!
Και κάποιες πόρτες με θόρυβο αμπαρώνανε
που δεν αντέχουν ξένο πόνο και αλήθεια.
Κι όλοι τον περιπαίζανε
γιατί, πέρα από το βήμα τους
φοβούνται να πατήσουν.
Κάθε που έπεφτε το βράδυ
στη μέση της πλατείας ξάπλωνε
και μια απορία είχε:
- Που πήγαν όλοι αυτοί που έπλασες Θεέ μου;
Τότε ήταν που λύγιζε ο ποιητής.
Τα χέρια τύλιγε γύρω από το σώμα
να νιώσει το άγγιγμα έστω και το δικό του.
Γιατί οι ποιητές λυγάνε πιότερο.
Πονάνε πιότερο
Χαίρονται πιότερο.
Αγαπάνε πιότερο.
Και πάντα μόνοι μένουν.
Γιατί η καρδιά τους έχει αλλόκοτους χτύπους.
Και το μυαλό που μοιάζει σαλεμένο
μόνο του ταξιδεύει, εκεί που οι άλλοι δεν αντέχουν.
Εγώ είμαι ποιητής… έλεγε.
Μέχρι που χάθηκε.
Γιατί η ψυχή η ατίθαση
μόνο αυτή γνωρίζει.
Τότε μόνο τον αποζήτησαν.
Όμως κανείς να ρωτήσει δε τόλμησε.
Που πήγε; Τι απόγινε;
Μα κάθε πρωινό, με λαχτάρα τα παράθυρα ανοίγουν
μήπως από τύχη βρεθεί μπροστά τους
σκαλωμένο, το Τετράστιχο του ποιητή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου