Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020
Απόντες (της Χρύσας Μπαφουτσου)
Το μέγα δικαστήριο
απεφάνθη...
Αθώες οι κατά συρροή προσβολές...
οι μικροί "εκούσιοι" φόνοι"
κι οι ανεξόφλητοι φόβοι...
Καταδικαστέο μόνο το δάκρυ
αυτό που έρεε απ τη ψυχή
κι έσταζε στις νεκρές αναμνήσεις...
Ετοιμοπαράδοτες
μόνο οι οφειλές
και μερικά πτωχευμένα συναισθήματα..
Η μοναξιά
πάσχιζε να μετουσιωθεί
σε θείο δώρο
μπρος στα θολωμένα σου μάτια..
Βγαίνοντας...δεν άνοιξες την πόρτα
κι όμως..
το σάρκινο σώμα σου
είχε φτάσει εκεί...που σκάλιζες τα χρόνια
να φυτρώσει...η υπομονή,
που εντούτοις παρέμεινε
σε διαρκή κυοφορία...
Στη γωνία έστριψες
στα ματωμένα σοκάκια του εγωισμού
με τα διαρκή
αναβαλλόμενα και αποκηρυγμένα
συναισθήματα...
Είχες κλειδώσει
το προμάντεμα της φυγής
στους αρνητικούς δείκτες του θυμού.
Πίσω στους σπασμένους καθρέφτες
έσταζε...αίμα το δίκαιο.
Παραλήπτης...για την απόφαση
κανείς...
Απόντες κι οι δυό..
Θαρρώ πως ακούω
κλάμα βουβό
στην παιδική κάμαρα...
Κάποιοι....θέρισαν τα όνειρά του
πριν ...ανθίσουν...
Αυτόπτης μάρτυς...ουδείς.
Χρύσα Μπαφουτσου
Η κούκλα (της Βασιλικής Σταθοπούλου)
Τι όμορφη την έλεγαν..
Τι κούκλα...
Τέτοιες αηδιες..
Αυτή όμως που ήξερε από κούκλες ,θυμάται ότι τις
φρόντιζε ...
Τις έλουζε, τις έκανε μπάνιο, τους έφτιαχνε όμορφα ρούχα..
Κι ήταν μια σταλιά παιδί...
Αλλά το έκανε γιατί τις αγαπούσε...
Ήταν οι κούκλες της...Οι αγαπημένες της...
Ενω εκείνοι την αποκαλούσαν κούκλα μόνο στα λόγια τελικά..
Γιατί έπαιξαν όσο ήθελαν μαζί της και μετά την πέταξαν σε μια γωνιά,
βρώμικη και ξεσκισμενη απ' τα αγαρμπα χέρια τους...
Δεν είχαν πρόβλημα βλέπεις..
Καμία ενοχή..
Παρακάτω τους περίμενε μια άλλη κούκλα ..
Μια άλλη όμορφη που θα την περιποιούνταν αναλόγως κι αυτήν...
Βασιλική Σταθοπουλου
Ξεγελαγα την δίψα μου (της Σοφίας Τανακίδου)
Ξεγέλαγα την δίψα μου
απάνω σε δυό χείλη
που μου 'ταξαν τον ουρανό
και τ' άστρα ένα δείλι.
Ξεγέλαγα τη δίψα μου
απάνω στο κορμί της
που μού 'δινε απλόχερα
με όλη την ψυχή της.
Ήπια γαλάζια χρώματα
Ήπια χρυσές αχτίδες
Ήπια φεγγάρια ξάστερα
Ήπια βροχή περσίδες.
Ήπια του ήλιου της το φως
Ήπια τα όνειρα της
Ήπια όλο το αίμα της
Ήπια και την καρδιά της.
Δεν έπαψε η δίψα μου
δεν ξεδιψά η δόλια
όσο κι αν είναι δίπλα μου
μέσα μου είναι χώρια
Δεν έπαψε η δίψα μου
δεν ξεδιψώ ακόμα
φταίει που λείπει το φιλί
απ' το δικό σου στόμα.
Σοφία Τανακίδου