Σφύριξε το πλατάνι κι΄ ήρθανε
ο Ηρακλής, ο Πεδιαδίτης,
ο Κοντάκης, ο Μανιός·
ομορφιά όπως φέγγει
ήρθε η Μαρία, μικρή τριανταφυλλιά,
όμορφη με κοτσίδες,
και μέσα στα μάτια η αφοβιά
χάραζε μία νέα ελπίδα.
Κι΄ ήρθαν εκεί τα ζούδια
του βουνού,
χάλαγαν τον κόσμο με
φωνές και καμώματα·
-αίγαγροι και νυφίτσες
και ασβοί
και τ΄ ουρανού τα φτερωτά
ο αητός, το γεράκι,
η θράσα.
Παίζοντας το βιολί,
στερνός ήρθε κι΄ο Μάστορας.
Σιωπή και μουσική
χώνευαν τη θαλπωρή,
όλα επέστρεφαν εκεί
που δεν άρχισαν ποτέ·
μες στην ειρήνη.
Κι ήτανε νέοι, γέροι,
γυναίκες και παιδιά.
Καιρό μετά έμεινα
άγρυπνος σε ψυχρούς χειμώνες,
του πόνου και της
φτώχειας τις φωνές ακούγοντας.
Κοίταζα τα θεριεμένα
χορτάρια
κι΄ άκουγα της βροχής
το θόρυβο πάνω στο χώμα
κι΄ έβλεπα να πετιούνται
ρίζες γόνιμες και δυνατές
έτοιμες για καρποφορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου