Έλα και γδύσε τώρα το σκοτεινό σου χρώμα,
και φόρεσε της θάλασσας το γαλανό το σώμα,
να σε ρεχτούν οι άνεμοι και τα λευκά πουλιά,
να σου χαρίσουν κύματα μια θάλασσα γουλιά.
Πόθε γλυκέ του ονείρου μου – πόθε ταξιδεμένε,
που σ’ αγκαλιάζει πέλαγος! Θρηνείς ξενιτεμένε.
Που σε ζητούν τα χείλη και τ’ αδειανό μας σπίτι,
σ’ αποζητά κι ο ουρανός να λάμψει τον αστρίτη.
Έρμη γυναίκα μοναχή κι η νύχτα που σμιλεύει,
να πάλλεται να νείρεται! Κι ο πόνος να χορεύει.
Κι εγώ πια δεν μπορώ μονάχη να βουρκώνω,
και μόλις κοιμηθώ θαρρώ πως σ’ ανταμώνω.
Πάρε του Νόστου το στρατί και την δική πυξίδα,
για να περάσεις σύννεφα και να γευτείς πατρίδα,
για να φιλήσεις χείλη και να κρυφτείς σ’ αγκάλη,
κι εκείνα τα ματάκια μου που καρτερούν τα κάλλη.
Καλλιόπη Τσούχλη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου