Ο Κυρ Σταύρος ο ψαράς,
αποφάσισε τη θάλασσα ν’
αφήσει,
τη βάρκα του την έδεσε
στον μώλο
και με το δισάκι του
στον ώμο,
κίνησε στην κυρά του
για να πάει,
τις αποφάσεις του να
πει.
Εκείνη ξυπνητή τον
περιμένει,
με καφέ στο ένα χέρι
και στο άλλο
το νερό για να πλυθεί.
Εκείνος κάθισε στα πέρα
και στα μάτια την κοιτά,
τημετράει αν έχει νεύρα
και στο προκείμενο περνά.
«Γυναίκα, δεν αντέχω
τόσα χρόνια στην «σκλαβιά»,
αποφάσισα να φύγω απ’
της θάλασσας τη δίνη,
να πουλήσουμε το σπίτι
και τα κτήματα αυτά,
τα δικά σου τα προικιά
και να ανοίξω επιχείρηση, θα είμαστε εμείς τ’
αφεντικά...
Η κυρά του δε μιλά,
μόνο σφίγγει τα δυο χείλη,
σαν φαρμάκι να της
μπήκε, στο κορμί και στην καρδιά.
Τα μαντάτα τούτα δεν
της έφεραν χαρά.
Από εκείνη την ημέρα
τρία χρόνια μόνο πέρασαν
κι όμως έμοιαζαν διπλά.
Ο κυρ Σταύρος τώρα
κλαίει μόνος για τη συμφορά
που τον βρήκε κι έχασε
τα πάντα
καθώς πήγαινε για τα
πολλά.
Δίχως γνώσεις να
κατέχει, δίχως εχέγγεια .
Στο νησί του
ντροπιασμένος,με σκυμμένο το κεφάλι
γύρισε ξανά
κι οι παλιοί, καλοί του
φίλοι, του άνοιξαν μια αγκαλιά.
Ο κυρ Σταύρος σε μια
βάρκα με τα δίχτυα ανοιχτά,
την ψαριά του αναμένει
και για την κυρά τραβά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου