Ήταν ένα όμορφο
μωρό,
μόλις είχε κλείσει
τους οχτώ.
Μέσα σε καλάθι από
λυγαριά,
το πήραν σαν πουλί
απ’ τη φωλιά.
Φαίνεται ήτανε
γραφτό
να γευτεί πίκρες ένα
σωρό.
Δεν το υιοθέτησαν
για παιδί δικό τους,
μα για να το ’χουν
μπιστικό τους.
Στα εφτά της φύλαγε
τα γαλιά τους.
Στα δώδεκα τα
κατσίκια και τ’ αρνιά τους.
Της κουρεύαν τα
μαλλιά με την ψιλή
και της φορούσαν μια
στρατιωτική στολή.
Κοιμόταν πάνω στ’
άχυρα στο στάβλο,
παρέα με τον σκύλο
τους τον Άργο.
Όλοι τη φωνάζανε
τρελή,
μέσ’ το χωριό, το
Τιμελί
Χρόνια έψαχνε να τη
βρει
μια αδερφή της
καρδιακή.
Σαν ανταμώσαν μιαν
αυγή,
αποφασίσανε να
φύγουν από κει.
Η αθώα όμως Ελενιώ
μαρτύρησε το
μυστικό.
Διώξαν μακριά την
αδερφή
και την φοβέρισαν
πολύ.
Για να μην
αναθαρρέψει πια,
την τιμωρήσανε
βαριά.
Πότε την αφήναν
νηστικιά,
πότε χωρίς ξύλα και
φωτιά.
Πόσα ν’ αντέξει
ακόμα η φτωχή;
Νύχτα φεύγει απ’ το
σπίτι μοναχή.
Φτάνει σ’ ένα ποτάμι
βαθύ
και στέκει λίγο να
σκεφτεί.
Το μoναδικό καλό στη
ζωή της
ήταν η αντάμωση με
την αδερφή της.
Σπρώχνει το
κουρασμένο το κορμί της
και βάζει τέλος στην
άθλια ζωή της.
Η ιστορία είναι πέρα
για πέρα αληθινή,
γιατί η μάνα μου
ήταν της Ελενιώς η αδερφή.
Λυπάμαι που δεν
μπόρεσε να σώσει
τη θεία που ποτέ δεν
είχα ανταμώσει.
Έλεγχος καταχώρησης!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή