Τούτες οι μέρες μακριά σου
είναι σαν άδεια ποτήρια κρασιού
σε παλιές ξεχασμένες γιορτές
Τούτες οι μέρες που λείπεις
μοιάζουν με αραχνιασμένους καθρέφτες
που απαθανάτισαν κάποια Ολύμπια ευτυχία
είναι σαν άδεια ποτήρια κρασιού
σε παλιές ξεχασμένες γιορτές
Τούτες οι μέρες που λείπεις
μοιάζουν με αραχνιασμένους καθρέφτες
που απαθανάτισαν κάποια Ολύμπια ευτυχία
Και σε θωρώ μες στα θολά τους κρύσταλλα
ναι,σε θωρώ εκστατική
μοιάζεις με ζωγραφιά
κάποιου τεχνίτη, νεραιδοπαρμένου
που φώτισε το πρόσωπό σου
με μια γλυκιά μελαγχολία
και χάραξε ανταύγειες δειλινού
γύρω απ’το σκεφτικό σου μέτωπο
ναι,σε θωρώ εκστατική
μοιάζεις με ζωγραφιά
κάποιου τεχνίτη, νεραιδοπαρμένου
που φώτισε το πρόσωπό σου
με μια γλυκιά μελαγχολία
και χάραξε ανταύγειες δειλινού
γύρω απ’το σκεφτικό σου μέτωπο
Απ’τα μαλλιά σου μια ουράνια
απλώνεται ομορφιά
κι από τα μάτια σου ξεχύνοναι
μελένιες υποσχέσεις
Θέ μου,τρελάθηκε ετούτος ο τεχνίτης
απλώνεται ομορφιά
κι από τα μάτια σου ξεχύνοναι
μελένιες υποσχέσεις
Θέ μου,τρελάθηκε ετούτος ο τεχνίτης
Σου φόρεσε στεφάνι απ’αστέρια
κι απ’το ολόγλυκό σου στόμα
γεμίζει ο αέρας νότες,
νότες σε χίλιες μελωδίες και σκοπούς
κι άλλες πονάνε , άλλες γελούν
μα είν’απ’το δικό σου στόμα
κι απ’το ολόγλυκό σου στόμα
γεμίζει ο αέρας νότες,
νότες σε χίλιες μελωδίες και σκοπούς
κι άλλες πονάνε , άλλες γελούν
μα είν’απ’το δικό σου στόμα
Ξέχασε να σκαλίσει τα δάχτυλά σου
ζωγράφισε στη θέση τους πουλιά
μεγάλα,ολόλευκα, περήφανα πουλιά
με τα φτερά απλωμένα
σ’ανύπαρκτους ορίζοντες
ζωγράφισε στη θέση τους πουλιά
μεγάλα,ολόλευκα, περήφανα πουλιά
με τα φτερά απλωμένα
σ’ανύπαρκτους ορίζοντες
Όμως τι τέλεια έπλασε τους ώμους σου!
Σκληρά προπύργια
ενός απόρθητου καστριού,
μοιάζεις θεός του Ολύμπου
Σίγουρα,του ΄στριψε ετούτου του τεχνίτη!
Σκληρά προπύργια
ενός απόρθητου καστριού,
μοιάζεις θεός του Ολύμπου
Σίγουρα,του ΄στριψε ετούτου του τεχνίτη!
Το στήθος σου έκανε απάνεμο λιμάνι
για κουρασμένους ναυαγούς
ζεστή σπηλιά
σ’απάτητο και θεικό βουνό
Ναι,τούτος ο τεχνίτης τάχασε!
Δεν ξέρει πιά τι κάνει
για κουρασμένους ναυαγούς
ζεστή σπηλιά
σ’απάτητο και θεικό βουνό
Ναι,τούτος ο τεχνίτης τάχασε!
Δεν ξέρει πιά τι κάνει
Σε ζωγραφίζει! Σ’έπλασε!
Σ’έφτιαξε εικόνα για εκκλησιά
γλυκό το φως του καντηλιού
σε ασημοφωτίζει
Κι εγώ,γυρτή στα πόδια σου
να σε αγγίξω δεν τολμω,
Αφήνω τη καρδιά μου να σ’αγγίζει
Σ’έφτιαξε εικόνα για εκκλησιά
γλυκό το φως του καντηλιού
σε ασημοφωτίζει
Κι εγώ,γυρτή στα πόδια σου
να σε αγγίξω δεν τολμω,
Αφήνω τη καρδιά μου να σ’αγγίζει
Σοφία Μπόρχες Κοντογεώργου
(1977)
Έλεγχος καταχώρησης!!!
ΑπάντησηΔιαγραφή