Βρέχει..
Ο αέρας λυσσομανάει και το νερό καταφέρνει να τρυπώσει μεσα απο το καμπαρτινένιο μπουφάν του..
Τρέχει στο γωνιακό καφενεδάκι να προστατευτεί και να γλυκάνει λίγο την πίκρα απο τα τσιγάρα που εχει εγκατασταθεί μόνιμα στα χείλη του..
Γεμάτα τα μικρά στρογγυλά τραπεζάκια μέσα και έξω από το καφενείο, γεμάτα από βιαστικούς πελάτες που έρχονται έτσι στα γρήγορα έναν καφέ να πιουν, να στυλωθεί η ψυχή τους, και μετά να ξαναπάνε απέναντι.
Αυτό το απέναντι που η πόρτα του ειναι πιο βαριά κι απο άγκυρα θωρηκτού.
Σε αυτό το απέναντι που καθήλωσε ξαφνικά και άδικα έναν αγαπημένο.
Πάνε απέναντι να σταθούν στο δικό τους άνθρωπο, δίπλα του...
Μα ποιον κοροιδεύω...
Πάνε σε αυτό το απέναντι να κλειστούν στο ίδιο δωμάτιο και να γίνουν ένα με τον πόνο και την ανημπόρια....
Σε αυτά τα δωμάτια που κάτοικος ειναι η θλίψη και η απελπισία...κατάληψη έχουν κάνει σε όλα τα πατώματα.
Απέναντι ειναι το μεγάλο νοσοκομείο και έχει ποτίσει θαρρείς τους τοίχους του και του διαδρόμους με ανασφάλεια και αγωνία.
Παραγγέλνει...
-Ένα καφεδάκι μέτριο θα ήθελα...
Κι έρχεται ο καφές, μια-μια η ρουφηξιά αλλά η σκέψη είναι εκεί, που μπορει να πετάξει άλλωστε... και τα πόδια χορεύουν σαν να βιάζονται να πάνε πάλι κοντά σε αγαπημένο άρρωστο.
Να κάνει κι ένα τσιγάρο... Κοιτάζει γύρω του να βρει άδειο τραπεζάκι, δεν υπάρχει τίποτα...
-Κάτσε εδώ, καλά είναι, του λεει το γεροντάκι που κάθεται σε ένα απο αυτα.
- Τι θες να σε κεράσω να πάω να φέρω, με τσιγάρο και καφέ δε βγαίνει.
-Μπα, τίποτα καλα είμαι...
Σε λίγο γύρισε με ένα δισκάκι, δυο νεράκια και δυο πάστες.
Θα τη φας εστω και με το ζόρι, φρέσκια δεν τη λες αλλα τη δουλειά της θα την κάνει...
Λίγα τα λόγια τους αλλά φανέρωναν την έντασή τους, την έγνοια και την ανησυχία τους.
Μια φωνή έκανε και τους δυο να γυρίσουν το κεφάλι...
- Με λένε Άγγελο και, αν επιτρέπετε, θα ήθελα να καθίσω μαζί σας. Βουβά δόθηκε η άδεια και ο Άγγελος έσυρε την καρέκλα του και κάθισε κοντά τους με τους ώμους γερμένους, όχι τόσο από τα χρόνια όσο από τον πόνο που κουβάλαγε μέσα του.
- Επάνω η Ελένη μου πεθαίνει.... Πονάει, πεθαίνει... Όλα έγιναν ξαφνικά. Πονάω μου είπε εδώ. Στη θάλασσα ήμασταν. Οι εξετάσεις έδειξαν καρκίνο στο πάγκρεας. Οι γιατροί μου είπαν να την ξεγράψω. Έτσι ξαφνικά, όλα, σε ενάμιση μήνα.
Βουβάθηκε... δεν ήξερε τι να πει...
-Ο Θεός να σας δίνει δύναμη, το καλύτερο να γίνει... είπε το γεροντάκι.
-Ποιος Θεός; Τίποτα δεν υπάρχει, ούτε Θεός ούτε διάβολος. Τι μου λες τώρα; Τίποτα, τίποτα.
Κατέβασε το κεφάλι...
-Η κόρη μου η Αδριανή έμεινε πριν δυο χρόνια χήρα, κι εχει κι ένα κάρο αρρώστιες. Εμείς μεγαλώνουμε τη Γιωργίτσα, τη εγγονούλα μας...
-Τι θα κάνω τώρα; Μου λες τι θα κάνω; Ένα φίλο είχα κολλητό 35 χρόνια και τώρα που πλούτισε με πούλησε, ούτε να τη δει δεν ήρθε. Φοβάται μήπως του ζητήσω λεφτά. Σκατά, τίποτα δεν υπάρχει…
Ξεστόμιζε βλαστήμιες ο Άγγελος, βλαστήμιες φοβερές. Και ανατρίχιασαν όλοι, όσοι τις άκουσαν. Βλαστημούσε Θεό και Αγίους, τη ζωή του την ίδια. Το πρόσωπό του άγριο γεμάτο θυμό, τα χείλια του πανιασμένα το χρώμα του προσώπου του κατακίτρινο.
Το γεροντάκι άπλωσε το χέρι του κι έπιασε τρυφερά το δικό του... λες και τον γνώριζε χρόνια.
Σάστισε κι ο καφές έμεινε μετέωρος στο χέρι του...
-Μη βλαστημάς Άγγελε, μη, σε παρακαλώ... Άκουσέ με, κοίταξέ με στα μάτια και άκουσέ με... Μην τα βάζεις με το Θεό...
Τον κοίταζε ο Άγγελος και δε μιλούσε...
Έκρηξη ηταν το ξέσπασμα του..
-Σ' αρεσει ο κόσμος που ζεις; Κι εσυ τα έφαγες τα ψωμιά σου, εγγόνια δεν έχεις, παιδιά; Δε σε νοιάζει που θα τ' αφήσεις...?
-Θεός υπάρχει Άγγελε κι όλα καλά καμωμένα τα ειχε. Έφτιαξε τον κόσμο μας όμορφο, αλλά ασχήμια τον γεμίσαμε. Καταλαβαίνω τον πόνο σου αλλα μην αρνιέσαι αυτό που πιότερο πιστεύεις... Γι' αυτό μην αγανακτείς μαζί του... Οχι τώρα, οχι τη στιγμή που τον χρειάζεσαι περισσότερο απο ποτέ...
-Ξέρεις σε πόσα μοναστήρια πήγα, πόσα τάματα έχω κάνει;... η φώωνή του είχε μαλακώσει. Το πρόσωπό του ημέρευε.
-Σπαινε Άγγελε και δε μας χρωστάει ο Θεός. Εμείς χρωστάμε σ’ Αυτόν και στους εαυτούς μας... Σύρε στην Ελένη σου και σήκωσε ψηλά τα μάτια σου... κανείς άλλος δε θα σου δώσει την παρηγοριά που ψάχνεις... Κι εγώ και ο φίλος μας απο εδώ θα προσευχόμαστε για σένα, την Ελένη σου την Αδριανή και τη Γιωργίτσα σας... Αλήθεια, στο υπόσχομαι...
Το κυρτό του σώμα ίσιωσε, κάλυψε τα μάτια με τα χέρια του και ψιθύρισε ένα ευχαριστώ... Χωρίς να χαιρετίσει κίνησε να πάει απέναντι, να σταθεί κοντά στην Ελένη του, με βήμα πιο σταθερό κι ας άκουγαν όλοι το λυγμό του... Γιατί, όταν ο Άγγελος ίσιωσε το κορμί του και κοίταξε ψηλά, έκλαψε...
Ο αέρας λυσσομανάει και το νερό καταφέρνει να τρυπώσει μεσα απο το καμπαρτινένιο μπουφάν του..
Τρέχει στο γωνιακό καφενεδάκι να προστατευτεί και να γλυκάνει λίγο την πίκρα απο τα τσιγάρα που εχει εγκατασταθεί μόνιμα στα χείλη του..
Γεμάτα τα μικρά στρογγυλά τραπεζάκια μέσα και έξω από το καφενείο, γεμάτα από βιαστικούς πελάτες που έρχονται έτσι στα γρήγορα έναν καφέ να πιουν, να στυλωθεί η ψυχή τους, και μετά να ξαναπάνε απέναντι.
Αυτό το απέναντι που η πόρτα του ειναι πιο βαριά κι απο άγκυρα θωρηκτού.
Σε αυτό το απέναντι που καθήλωσε ξαφνικά και άδικα έναν αγαπημένο.
Πάνε απέναντι να σταθούν στο δικό τους άνθρωπο, δίπλα του...
Μα ποιον κοροιδεύω...
Πάνε σε αυτό το απέναντι να κλειστούν στο ίδιο δωμάτιο και να γίνουν ένα με τον πόνο και την ανημπόρια....
Σε αυτά τα δωμάτια που κάτοικος ειναι η θλίψη και η απελπισία...κατάληψη έχουν κάνει σε όλα τα πατώματα.
Απέναντι ειναι το μεγάλο νοσοκομείο και έχει ποτίσει θαρρείς τους τοίχους του και του διαδρόμους με ανασφάλεια και αγωνία.
Παραγγέλνει...
-Ένα καφεδάκι μέτριο θα ήθελα...
Κι έρχεται ο καφές, μια-μια η ρουφηξιά αλλά η σκέψη είναι εκεί, που μπορει να πετάξει άλλωστε... και τα πόδια χορεύουν σαν να βιάζονται να πάνε πάλι κοντά σε αγαπημένο άρρωστο.
Να κάνει κι ένα τσιγάρο... Κοιτάζει γύρω του να βρει άδειο τραπεζάκι, δεν υπάρχει τίποτα...
-Κάτσε εδώ, καλά είναι, του λεει το γεροντάκι που κάθεται σε ένα απο αυτα.
- Τι θες να σε κεράσω να πάω να φέρω, με τσιγάρο και καφέ δε βγαίνει.
-Μπα, τίποτα καλα είμαι...
Σε λίγο γύρισε με ένα δισκάκι, δυο νεράκια και δυο πάστες.
Θα τη φας εστω και με το ζόρι, φρέσκια δεν τη λες αλλα τη δουλειά της θα την κάνει...
Λίγα τα λόγια τους αλλά φανέρωναν την έντασή τους, την έγνοια και την ανησυχία τους.
Μια φωνή έκανε και τους δυο να γυρίσουν το κεφάλι...
- Με λένε Άγγελο και, αν επιτρέπετε, θα ήθελα να καθίσω μαζί σας. Βουβά δόθηκε η άδεια και ο Άγγελος έσυρε την καρέκλα του και κάθισε κοντά τους με τους ώμους γερμένους, όχι τόσο από τα χρόνια όσο από τον πόνο που κουβάλαγε μέσα του.
- Επάνω η Ελένη μου πεθαίνει.... Πονάει, πεθαίνει... Όλα έγιναν ξαφνικά. Πονάω μου είπε εδώ. Στη θάλασσα ήμασταν. Οι εξετάσεις έδειξαν καρκίνο στο πάγκρεας. Οι γιατροί μου είπαν να την ξεγράψω. Έτσι ξαφνικά, όλα, σε ενάμιση μήνα.
Βουβάθηκε... δεν ήξερε τι να πει...
-Ο Θεός να σας δίνει δύναμη, το καλύτερο να γίνει... είπε το γεροντάκι.
-Ποιος Θεός; Τίποτα δεν υπάρχει, ούτε Θεός ούτε διάβολος. Τι μου λες τώρα; Τίποτα, τίποτα.
Κατέβασε το κεφάλι...
-Η κόρη μου η Αδριανή έμεινε πριν δυο χρόνια χήρα, κι εχει κι ένα κάρο αρρώστιες. Εμείς μεγαλώνουμε τη Γιωργίτσα, τη εγγονούλα μας...
-Τι θα κάνω τώρα; Μου λες τι θα κάνω; Ένα φίλο είχα κολλητό 35 χρόνια και τώρα που πλούτισε με πούλησε, ούτε να τη δει δεν ήρθε. Φοβάται μήπως του ζητήσω λεφτά. Σκατά, τίποτα δεν υπάρχει…
Ξεστόμιζε βλαστήμιες ο Άγγελος, βλαστήμιες φοβερές. Και ανατρίχιασαν όλοι, όσοι τις άκουσαν. Βλαστημούσε Θεό και Αγίους, τη ζωή του την ίδια. Το πρόσωπό του άγριο γεμάτο θυμό, τα χείλια του πανιασμένα το χρώμα του προσώπου του κατακίτρινο.
Το γεροντάκι άπλωσε το χέρι του κι έπιασε τρυφερά το δικό του... λες και τον γνώριζε χρόνια.
Σάστισε κι ο καφές έμεινε μετέωρος στο χέρι του...
-Μη βλαστημάς Άγγελε, μη, σε παρακαλώ... Άκουσέ με, κοίταξέ με στα μάτια και άκουσέ με... Μην τα βάζεις με το Θεό...
Τον κοίταζε ο Άγγελος και δε μιλούσε...
Έκρηξη ηταν το ξέσπασμα του..
-Σ' αρεσει ο κόσμος που ζεις; Κι εσυ τα έφαγες τα ψωμιά σου, εγγόνια δεν έχεις, παιδιά; Δε σε νοιάζει που θα τ' αφήσεις...?
-Θεός υπάρχει Άγγελε κι όλα καλά καμωμένα τα ειχε. Έφτιαξε τον κόσμο μας όμορφο, αλλά ασχήμια τον γεμίσαμε. Καταλαβαίνω τον πόνο σου αλλα μην αρνιέσαι αυτό που πιότερο πιστεύεις... Γι' αυτό μην αγανακτείς μαζί του... Οχι τώρα, οχι τη στιγμή που τον χρειάζεσαι περισσότερο απο ποτέ...
-Ξέρεις σε πόσα μοναστήρια πήγα, πόσα τάματα έχω κάνει;... η φώωνή του είχε μαλακώσει. Το πρόσωπό του ημέρευε.
-Σπαινε Άγγελε και δε μας χρωστάει ο Θεός. Εμείς χρωστάμε σ’ Αυτόν και στους εαυτούς μας... Σύρε στην Ελένη σου και σήκωσε ψηλά τα μάτια σου... κανείς άλλος δε θα σου δώσει την παρηγοριά που ψάχνεις... Κι εγώ και ο φίλος μας απο εδώ θα προσευχόμαστε για σένα, την Ελένη σου την Αδριανή και τη Γιωργίτσα σας... Αλήθεια, στο υπόσχομαι...
Το κυρτό του σώμα ίσιωσε, κάλυψε τα μάτια με τα χέρια του και ψιθύρισε ένα ευχαριστώ... Χωρίς να χαιρετίσει κίνησε να πάει απέναντι, να σταθεί κοντά στην Ελένη του, με βήμα πιο σταθερό κι ας άκουγαν όλοι το λυγμό του... Γιατί, όταν ο Άγγελος ίσιωσε το κορμί του και κοίταξε ψηλά, έκλαψε...