Καθίσαμε τώρα απέναντι
Τα χέρια σου κρατάνε σύννεφα
Τα δικά μου βροχή.
Ανάμεσα μας
ένα κόμπος, στον λαιμό καθισμένος
στο χτένι του λάρυγγα κρέμεται.
Καθίσαμε τώρα απέναντι.
Δεμένα τα χέρια μου.
Τα δικά σου κρατούν το σκοινί.
Στους καρπούς μου και στην γλώσσα σου στρογγυλοκάθισαν λέξεις
βαριές, ασύστολες.
Ζηλωτές ερειπίων
φρουρώντας ακοίμητα οποιαδήποτε τυχούσα ραγή αμφισβήτησης
περιδένοντας τα χέρια μου με βέβαιη την ακινησία.
Καθίσαμε τώρα απέναντι.
Παραδίπλα καθισμένος ο χρόνος.
Επιλήσμων
Ασυνήγορος κι αυτός.
Δεν θυμάται να πει.
Να δώσει έστω κάποιες, όποιες διευκρινήσεις…
Τί να ‘σουν άραγε εσύ;
Κι εγώ τί να ‘μουν αλήθεια;
(Δεν απαντώ κι ας το έμαθα.)
Καθίσαμε τώρα απέναντι.
Οι αναβαπτίσεις των γεγονότων εκτοξεύονται πλέον με μανία στους βραχίονες
για να δέσουν τα χέρια μου σφιχτά, χωρίς δισταγμούς.
Όλες οι μέχρι τώρα έννοιες
παίρνουν σειρά και σε μαύρα νερά βουτάνε.
Μία μία.
Να βγουν όμως «όπως πρέπει» Πρέπει.
Χωρίς κοινή λογική
φτάνει μονάχα
να ‘ναι πειστικές
πνιγμένες στις νέες τους διερμηνείες.
Είναι κι αυτή η ξένη συνείδηση βλέπεις
Ίσως και καταφέρουμε να την βολέψουμε κάπου
για να βγάλει επιτέλους τον σκασμό…
Άκαμπτα όλα και συμπαγή.
Κι εσύ σηκώνεις την πέτρα και την ρίχνεις στο δόξα πατρί.
Το «δεν» της αναίρεσης σου ανεβαίνει στο έδρανο και αρχίζει την διάλεξη:
«ΔΕΝ έκανα»
«ΔΕΝ εννοούσα»
«ΔΕΝ είπα»
«ΔΕΝ κατάλαβες.»
ΔΕΝ, ΔΕΝ…
Και τούτο το “ΔΕΝ” στα χέρια μου, αχ πόσο περιπαικτικά δένεται...
Νίκησες όμως.
Νίκησες...
Καθίσαμε τώρα απέναντι
Στα χέρια σου σύννεφα
Τα δικά μου στις χούφτες τους μαζεύουν βροχή
Κι εκείνος ο κόμπος
πεσμένος πια
Τα σπλάχνα μου βρήκε
και τρώει…
Γεωργία Κιουλαχογλου