Χθες το βράδυ ονειρεύτηκε τη Δέσποινα. Του έφερε ένα ζεστό καρβέλι ψωμί. Το ακούμπησε στο τραπέζι, τον κοίταξε τρυφερά κι έκαμε να φύγει.
- Μείνε λίγο ρε γυναίκα, μ έφαγε η μοναξιά.
Εκείνη κοντοστάθηκε, έβγαλε απ την τσέπη της ένα χαρτί, το ακούμπησε δίπλα στο καρβέλι και χάθηκε. Το ψωμί άχνιζε ακόμη, το χαρτί έγραφε τ όνομά του κι από κάτω «χωρίς επιστροφή». Ένα εισιτήριο. Μα για ταξίδια είμαι τώρα; Έχει να βγει απ το χωριό από τότε που την έχασε.
Ξύπνησε ήρεμος. Περίεργο, σήμερα δεν πονούσε η μέση του. Θα το γύρισε σε βοριά, σκέφτηκε. Κι εκείνος ο πονοκέφαλος που τον βασανίζει τους δύο τελευταίους μήνες, δεν τον ενοχλεί. Μα τι έγινε;
- Α ρε Δέσποινα με τα γιατροσόφια σου
Η μέρα κύλησε ήσυχα. Πήγε στα χωράφια νωρίς, έκανε τις δουλειές του σπιτιού, πρόλαβε να πάει και στο καφενείο του κυρ Παντελή για το συνηθισμένο ουζάκι. Ξεροσφύρι πάντα για να μου του κόψει την όρεξη. Σήμερα έφτιαξε φακές, με μπόλικο λάδι. Συνήθεια είχαν να κρατάνε νηστεία Τετάρτη και Παρασκευή και ποτέ δεν την χάλασε. Μπορεί αυτή να έλειπε αλλά αν τον έβλεπε από κάπου, δεν ήθελε να την κακοκαρδίσει.
Μόλις πήρε να νυχτώνει, του ρθε όρεξη να πάει στην ταβέρνα. Απόρησε κι αυτός με τον εαυτό του, μα δεν το ψαξε πολύ. Ξυρίστηκε, έβαλε το καθαρό γκρι πουκάμισο και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Είχε καιρό να περάσει καλά, μα να, σήμερα ήθελα ν ακούσει το τραγούδι του. Να κουνηθεί λίγο ο καημός που τόσο καιρό έχει θρονιαστεί μέσα του και κόβει την ανάσα.
- Κυρ πονοκέφαλε δε μ επισκέφτηκες σήμερα κι ανησυχώ. Ακόμη και συ με βαρέθηκες;
Σα να χαμογέλασε εκείνη η βαθειά γραμμή ανάμεσα στα φρύδια.
Κοίταξε τη φωτογραφία της γυναίκας του και βγήκε. Τι γλυκιά βραδιά κι ο ουρανός γεμάτος αστέρια. Οι θαμώνες του μαγαζιού ήταν όλοι γνωστοί. Άνθρωποι καθημερινοί που το πρωί πάλευαν με τη γη και το βράδυ πάταγαν την κούρασή τους σε μερακλίδικες στροφές. Είχε καιρό να χορέψει, μα όταν έβαλε το τραγούδι του βρέθηκε στη πίστα. Έπεσε ευλαβική σιωπή.
«Όταν κλαίει ένας άντρας»….και τα βήματα αργά συντονισμένα με το θόρυβο που κάνουν τα δάκρια όταν ανταμώνουν με το χώμα. Το κουρασμένο κορμί του ίσιωσε κι όταν άπλωσε τα χέρια ακούμπησε το φεγγάρι. Εκεί πάνω στις στροφές είδε τη Δέσποινά του να τον καμαρώνει. Όταν γύρισε στο σπίτι ήταν μισοζαλισμένος και κεφάτος. Έκοψε λίγο ψωμί απ το καρβέλι, κι άλλο λίγο, κι άλλο λίγο…
- Γειά στα χέρια σου γυναίκα
Με χαμόγελο τον πήρε ο ύπνος. Με χαμόγελο τον βρήκε ο γείτονας όταν μεσημέριασε και δεν φάνηκε στο χωριό. Είχε μείνει ακόμη λίγο ψωμί στο τραπέζι μα το εισιτήριο έλειπε.