Που λες Μαρία, φυσάει σήμερα
το μανιασμένο σφύριγμα του ανέμου
τρυπάει τ’ αυτιά μου
νυχτερίδες οι σκέψεις μου
κρέμονται ανάποδα απ’το ταβάνι
θυμάμαι τα μάτια σου
γκιόλες γεμάτες φως
γκιόλες γεμάτες αγάπη.
Όμως πίστεψέ με Μαρία
ο κόσμος που άφησες
δεν υπάρχει πια
γύρω μου σπασμένες φωνές
ραγισμένα βλέμματα
οι άνθρωποι δεν κοιτάζονται στα μάτια
επικοινωνούν με μηνύματα
σαν τα σκυλιά που ψάχνουν επαφή
μυρίζοντας στους στύλους
τα ούρα των συντρόφων τους.
Όσο για τα όνειρά μας
για έναν καλύτερο κόσμο
για έναν ειρηνικό, χωρίς προκαταλήψεις κόσμο
πετάχτηκαν σε ατραπούς και σε καλένδες.
Αν ήσουν εδώ
δε θα άντεχες Μαρία
την υποκρισία των ανθρώπων
καταθέτουν στις τράπεζες τις ψυχές τους
κρύβουν τις βρωμιές τους
σαν τη γάτα
που σκεπάζει με χώμα τα περιττώματά της
και απλώνουν στα μπαλκόνια
τα ματωμένα σεντόνια της παρθενίας τους.
Σιώπησα πολύ Μαρία
θέλω να ανάψω ξανά το φυτίλι
να λαμπαδιάσω
μα πώς… έχουν βραχεί πια τα σπίρτα μου…
Έχω ακόμα Μαρία
το σημάδι της φυγής σου
σαν το σημάδι
απ’ τον παιδικό πετροπόλεμο της γειτονιάς
που έχουμε χαραγμένο στο κρανίο
μια ζωή το φυλάω
καλά κρυμμένο κάτω απ’ τα μαλλιά μου.
Δε σβήνουν ποτέ αυτά τα σημάδια Μαρία.
Ποτέ!
Βασίλης Τσερελης