Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2021

Άτιτλο (της Βασιλικής Σταθοπούλου)

 

Μέσα μου έχω  κάπου κρυμμένο λίγο κόκκινο...
Μα δεν θυμάμαι που...
Η πένα μου είναι λευκό φτερό μα στάζει μαύρο...
Δεν φταίω εγώ κι ευθύνες μην μου ρίχνετε...
Κι αυτό το κόκκινο της φωτιάς το παθιασμένο, ακόμα να θυμηθώ που το' χω βάλει...
Ρε, μπας και το' χω σκοτώσει τελικά και ούτε αυτό θυμάμαι?
Κι ούτε νοιάστηκα κηδεία να του κάνω?



Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2021

Κάποια μέρα (της Εύας Κοτσικου)



 Θα έρθει κάποια μέρα που θα ξυπνήσεις ήρεμη από το φως του ήλιου που θα μπαίνει από τις γρίλιες του παντζουριού. Δεν θα πεταχτείς σαν ελατήριο από το κρεβάτι, απότομα και γρήγορα και με την καρδιά σου να βροντοκοπάει σαν τρελή μέσα στο στήθος σου από την ταχυκαρδία. Θα παραμείνεις στη θέση σου και θα κοιτάς τη σκόνη που χορεύει ανέμελη μέσα σε μια αχτίδα φωτός. Θα ψιθυρίσεις σιγανά έναν ρυθμό. Θα παραμείνεις με τις πυτζάμες. Ένας λεκές από παγωτό σοκολάτα που θα δεσπόζει περίτρανα στο πάνω μέρος της, θα μαρτυρά τι όμορφα που πέρασες την προηγούμενη νύχτα! Τίποτα σπουδαίο, είχες χαλαρώσει στον καναπέ με ταινία, λιχουδιές και ένα αγαπημένο πρόσωπο ώστε να μοιραστείτε το γέλιο από τις κωμικές σκηνές και τη γεύση του παγωτού.

Κάποια μέρα οι τοίχοι στο χρώμα της ώχρας στο σπίτι που ζεις δεν θα μοιάζουν απειλητικοί μα θα θυμίζουν γλυκιά κρέμα σαν εκείνη που σου έφτιαχνε η μαμά σου μωρό! Θα νιώθεις ασφάλεια και θαλπωρή και δεν θα κάνεις πια δεύτερες σκέψεις για τους ανθρώπους. Θα βάζεις το κλειδί στην πόρτα σου και θα απελευθερώνεις το «αχ» της ανακούφισης και όχι το «ωχ» της θλίψης.

Κάποια μέρα θα εξορίσεις τη λύπη μακριά και ελεύθερη πια θα βρεθείς σε μια παραλία ένα απόγευμα Ιουνίου, θα είσαι με κόσμο που σε αγαπά, θα χορέψεις μπροστά στο ηλιοβασίλεμα ανάλαφρη και απελευθερωμένη από βάρη περιττά.

Κάποια νύχτα θα σε πάρει ο ύπνος γλυκά ενώ ένα χέρι θα κρατάει το δικό σου τόσο απαλά ώστε να νιώθεις το χάδι, τόσο σφιχτά ώστε να νιώθεις σιγουριά. Το βράδυ θα κυλήσει χωρίς κρίσεις πανικού και κομμένες ανάσες, χωρίς βάρος στο στήθος και φόβους και άσχημες σκέψεις.

Κάποια στιγμή θα πας να πάρεις το κοριτσάκι που έχεις ξεχάσει σε ένα παλιό, κλειστό και σκοτεινό σπίτι και θα του πεις «Τέρμα τα σκοτάδια, φύγαμε για το φως!» κι εκείνο θα χαμογελάσει, θα σκάσει στα γέλια, θα χοροπηδάει από τη χαρά του.

Κάποια στιγμή κάποιος θα σου πει: «Ετοιμάσου, φεύγουμε, πάμε ταξίδι» και δε θα σε νοιάζει τι θα αφήσεις πίσω σου γιατί πίσω σου θα είναι όλα στη θέση τους και τακτοποιημένα, μέσα σου θα είναι όλα στη θέση τους και τακτοποιημένα.

Κάποια στιγμή θα γελάς, θα χαμογελάς. Θα αλλάξουν όλα. Εσύ θα τα αλλάξεις. Κάποια στιγμή. Όχι αυτή. Όμως, να είσαι σίγουρη, την αμέσως επόμενη...
                       
Εύα Κοτσικου



          

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2021

Οι μεγαλύτεροι έρωτες (της Έλενας Κορινιωτη)

 


Οι μεγαλύτεροι έρωτες
έζησαν τη νύχτα.
Σε λαμπερά κοιτάγματα 
που ανταλλάχθηκαν 
ξανά και ξανά.
Σε συνωμοτικά χαμόγελα.
Και σ’ εκείνη
την αγαπημένη μου ανάσα, 
λίγο πριν το 
πολυπόθητο φιλί 
που πάντα συγκρατεί 
εντός της θραύσματα
από τόλμη και φόβο.

Οι μεγαλύτεροι έρωτες 
έγιναν ποιήματα.
Κουβέντες που έφτασαν 
στην άκρη της γλώσσας,
μα γλίστρησαν 
ντροπιασμένες στο λαιμό. 
Σχεδόν αναπόφευκτα 
σκορπίστηκαν
σε γαλάζιες γραμμές 
παλιών τετραδίων.
Από τον καημό τους 
στοίχειωσαν 
τις μουτζουρωμένες σελιδες
προσμένοντας 
να βρουν τον αποδέκτη τους.

Οι μεγαλύτεροι έρωτες 
έγιναν «παλιές υποθέσεις» 
στις παρέες.
Ακούστηκαν σαν διηγήσεις.
Νοθεύτηκαν 
με μπόλικο οινόπνευμα
και βλέμματα συμπόνιας.
Κάηκαν σαν 
ισχνά τσιγαρόχαρτα.
Σφραγίστηκαν 
ως «περασμένα, ξεχασμένα» 
κι ας ξέρεις, 
καλύτερα απ’ όλους, 
πως δεν σβήστηκαν ποτέ, 
μένοντας σαν 
κατεστραμμένα αρχεία 
στη μνήμη.

Οι μεγαλύτεροι έρωτες 
κοιμούνται σε 
χωριστά κρεβάτια, 
σφιχταγκαλιάζοντας 
υποκατάστατα.
Δεν υπάρχουν 
σε όραση, όσφρηση, 
γεύση, ακοή, αφή.
Έχουν εγκλωβιστεί 
στο μυαλό μας.
Ζουν στην ακυβέρνητη 
φαντασία μας.
Και καμιά φορά, 
χωρίς να το θέλω
φορούν τ’ όνομα σου.

Οι μεγαλύτεροι έρωτες 
πορεύτηκαν γυμνοί.
Έσβησαν πληγωμένοι.
Κατέληξαν ανολοκλήρωτοι.
Αρκεί ένα λεπτό 
για να αναφλεχθούν 
και μια αιωνιότητα 
για να καταλαγιάσουν.

Όλοι χρωστάμε 
σ' έναν μεγάλο έρωτα 
μια συγγνώμη,
μια ημέρα της ζωής μας, 
ένα φινάλε.

Έλενα Κορινιωτη




Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

''Σ' ευχήθηκα'' (της Βίκυς Μπάλλου)


 Ήταν  βράδυ·
Δεκέμβρης ,Απρίλης, Αύγουστος 
– τι σημασία έχει;
Ήταν βράδυ κι είχαν πεθάνει όλοι οι έρωτες.
Λιγοψυχούσε η ψυχή. 
Αναζητούσε αλαφιασμένη
ένα κάτι, να σωθεί
απ’ την σκληρότητα του κόσμου.

Κάπως έτσι, αβίαστα– μοιραία, 
άρχισαν οι παλάμες μου
να πλάθουν τη μορφή σου· 
να κρατηθεί  το είναι μου 
απ’ την κορμοστασιά σου.

Σχημάτισα πέλματα φτερωτά·
-να υπερνικάς εμπόδια,
να έρχεσαι σιμά μου.
Σου έδωσα στέρνο τρυφερό
-να μ’ αγκαλιάζεις.
Το δέρμα κάτω απ’ το λαιμό
το έντυσα ολόλευκο
-ελεύθερο
για τα σημάδια του έρωτά μου. 
Στα βάθη της καρδιάς σου
φύτεψα έναν ουρανό 
με κάτι σύννεφα λουλούδια.

Τα μάτια δεν τ’ άγγιξα·
λογαριασμός της μοίρας.

Αυτός ήσουν, λοιπόν.
Τέλειος κι ατελής,
με κάνα δυο ψεγάδια λατρεμένα.
Ανέπνευσα λυτρωτικά.
Δάκρυσα που δεν σ’ είχα.

Τώρα κοιμάμαι πλάι σου
και σ’ ανασαίνω.
Δεν ξέρω πώς και γιατί ήρθες· 
Ξέρω μονάχα,
πώς εγώ, αγάπη μου,
σ’ ευχήθηκα.

Βίκυ Μπάλλου





  


Σάββατο 11 Δεκεμβρίου 2021

Από την κορυφή Του Σταυρού (της Χρύσας Μπαφουτσου)



Κατηφορίζοντας απελπισμένη το δύσβατο  μονοπάτι σκόνταψα κι έπεσα.
... όχι μια... πέντε φορές.
Ήταν κι αυτή η ξαφνική αναπάντεχη καταιγίδα.
Οι κεραυνοί πλήγωναν τα σπλάχνα τ ουρανού 
κι εγώ πονούσα. 
Τα δάκρυα μαρτυρούσαν την αδυναμία μου.

Με κόπο  συγκρατούσα τα νεύρα μου.
Οι κακοί λογισμοί ... οι βλάσφημες σκέψεις γιγάντωσαν, θεριά έγιναν.
Με δυσκολία κρατιόμουν. 
Από πού, δεν ξέρω. 
Μια αχνή  φωνή με προέτρεπε να κρατηθώ.

Υπομονή... θάρρος... ελπίδα, μου έλεγε.

Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειπαν.
Ήμουν έτοιμη να καταρρεύσω. 

Η φωνή δυνάμωνε κι η καταιγίδα επίσης. 
Ποιός είστε επιτέλους; φώναξα απελπισμένη.
Πρώτη φορά σας ακούω.

Σου έχω ξαναμιλήσει, μου είπε με καθάρια και σταθερή φωνή.

από την κορυφή Του Σταυρού Μου....

Χρύσα Μπαφουτσου




Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2021

ΜΟΝΟΝ ΕΤΣΙ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΥΠΑΡΧΩ (της Φιλαρετης Βυζαντίου)

 


Επίμονα μου λένε 
γιατί γράφεις
γιατί γράφεις
δεν κουράστηκες να κοιλοπονάς
τόσες γεννήσεις
θανάτους τόσους πια
Δεν κουράστηκες 
να σπέρνεις 
δάκρυα να σπέρνεις
μαύρες ελιές
κόλλυβα πικρά
ρόδια γυαλιστερά της Περσεφόνης
και τόσα ξηροκάρπια της των ανθρώπων φθοράς
Δεν κουράστηκες να σπέρνεις
και θερισμό ποτέ σου να μην βλέπεις ;

Περπατώ και τους ακούω 
που λένε
λένε
λένε
Δεν απαντώ
Θέλω 
Μα δεν μπορώ
Προσκυνώ μέσα μου τη δική της φωνή
Περιπλανιέμαι στις ερημιές
ερωδιός μοναχικός 
και ραμφίζω την αγαλλίαση της
Με τρώει το μαράζι της
Με πεθαίνει ο σεβντάς της
Με ανασταίνει το  φιλί της
Προσκυνώ μέσα μου 
τον άγιο έρωτά της
και κλαίω

Μη με λυπάστε 
που δεν μιλώ
Μη με λυπάστε 
που όλο κλαίω
Από τότε που γεννήθηκα
μέσα μου τραγουδάνε οι θάλασσες ακατάπαυστα
μέσα μου θρηνούνε οι αγέρηδες ακόπαστα
μέσα μου σβήνει και ανατέλλει ασίγαστα
το δικό της γαλήνιο φως
Μη με λυπάστε 
Μόνον έτσι μπορώ να υπάρχω 
πεπληρωμένη και ζωντανή...

Φιλαρέτη Βυζαντίου
[ Φ.Β. 21011020  ''ΦΩΣ  ΕΚ ΠΕΤΡΑΣ''  2018-2020]




Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2021

Άτιτλο (της Κωνσταντίνας Σταθακοπούλου)

 

Πότε ήταν να δεις, που κλέβαμε τις νύχτες απ' τους δρόμους, άδειες διαδρομές; 
Σκαλιά τις κάναμε, τη μια πάνω στην άλλη.
Να ανεβούμε στις μακρινότητες των άστρων, θέλαμε.
.
Γέλα μου, έλεγες.
Γέλα μου.
Να μικρύνουν οι αποστάσεις. Να χωνευτούν με τις στροφές της σιωπής, να φεγγίσει η ευθεία του Θεού.
.
Τα χαράματα φυσάνε ενάντια οι όρκοι, σου ‘λεγα.
Μη μιλάς.
Τίποτα μην πεις.
Πέρνα μόνο απαλά τις λέξεις στη θάλασσα των χειλιών σου και μετά βούλιαξε τες στα ανείπωτα.
Υπάρχουν τόσοι φθόγγοι που ονειρεύονται να λιγοστέψουν τα κρίματα τους στο στόμα σου.
Πότε ήταν να δεις που σπάζαμε τους γρίφους της Ζωής πριν γίνουν Αγρύπνιες άλυτες;
Πάει τόσος καιρός. Πού να θυμάμαι, 
Πού να θυμάσαι...

Κωνσταντίνα Σταθακοπούλου




Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2021

ΤΑ ΦΥΛΛΑ (του Κυριάκου Δοσαρα)

 


Έχει τόση σιωπή τριγύρω
που ακόμη και τα φύλλα των δέντρων
αγροικάω καθώς τσακίζουν 
τη λεπτεπίλεπτη ραχοκοκαλιά τους
πέφτοντας άγαρμπα στη ξηραμένη γη.

Σε λίγο θα σβήσω το φως.

Παρακάλεσα τους λιγοστούς
ξενύχτηδες του ονείρου
να έχουν ανοιχτές τις παλάμες τους
όσο θα διαρκέσει κι απόψε το ελεεινό σκοτάδι.

Κι άλλα φύλλα θα πέσουν 
χιλιάδες φύλλα θα πονέσουν
(χωρίς να το θελήσουν)
ας έχουν τουλάχιστον
έναν αθόρυβο κι ανώδυνο θάνατο.

Κυριάκος Δοσαρας