Στα άγουρα παιδικά μου, με μάλωσε o πατέρας.
Το ροζ πρόσωπό, γέμισε κόκκινες παπαρούνες.
Δε μιλούσα, σαν πουλί στα ματιά τον κοιτούσα.
Στο καυτό μάγουλο, κύλησαν ρυάκια τα δάκρυα.
Πόνεσε. Μου χάιδεψε τα μαλλιά. Άναψε τσιγάρο.
Έτρεξα στο περιβόλι, εκεί η μάνα, κάθισα στη χλόη.
Αμήχανα με ένα κλαδάκι έσκαψα ένα μικρό χαντάκι,
σαν να έθαβα τον θυμό και τα δικά μου ανόητα λάθη.
Θυμάμαι στο σχολείο σκληρά με μάλωσε ο δάσκαλος,
στην έκθεση έγραψα: «Είμαστε φτωχοί, η χαρά μας λείπει.
Στο λουλουδένιο χαμόγελο της μάνας μου κρύβεται καημός.
Πλέει στο νερόγαλο το πίτουρο της μπομπότας, με πνίγει…»
Μου έσκισε την σελίδα, πολύ πόνεσα, δεν δάκρυσα.
Δεν πήγα πια στη φωλιά, στο περιβόλι, για νέο χαντάκι,
να σκεπάσω την αλήθεια, στη μάνα μου την Αγιά το είπα.
Ο πατέρας χαμογέλασε, με φίλησε. Ζυμώθηκε η αρετή.
Παιδί μου είσαι μικρός να καταλάβεις αυτό το σύστημα.
Έτρεχα κυνηγώντας να πιάσω μια πυγολαμπίδα. Όνειρα .
Απόψε το φεγγάρι στα μάτια μου, ράντιζε αστέρια.