Τα ματια της μελαγχολίας του φθινοπώρου αχνοφεγγιζουν στις παλάμες του νερού
Ρέει μεσα στις φθινοπωρινές σταγονες της βροχής
Χαρίζει την στοργή της στις θάλασσες των χρυσοκκοκινων φύλλων που καλύπτουν
τα μαρμάρινα σκαλοπάτια σφραγισμένα από τις ρυτίδες του χρόνου
Μοιάζουν με δάκρυα που σκαλίζουν αδοτες λέξεις αγαπης στα νοτισμένα τζάμια
από το μοναχικό ξωκλήσι
Στέκει αμίλητο στην άκρη του λειμώνα της απουσίας
Απλωμένα κλαριά σαν χερια που απλώνονται στους μακρινούς ουρανούς σε ικεσια
αγκαλιάζουν τους πάλλευκους τοίχους του
Πεταλούδες μιας λησμονημενης Άνοιξης εναποθέτουν ενα στεφανι από κατάλευκα κοχυλια
αγιασμένα στις αιώνιες χρυσές αμμουδιές,
χρωματα ηλιοβασιλέματος που ευωδιάζουν μέλι και πορφυρα
και στεφανώνουν τα φτερά τους,
άνθη γιασεμιών και ενα τρυφερο φιλι αποχαιρετισμού
στα διψασμένα χειλη των φύλλων
Στις υπέρτατες συντμησεις των πέτρινων βημάτων του χρόνου
κλείνω το γονυ δέομαι και ικετεύω
Ποτε μην λησμονηθούν τα άυλα ονειρα και τα τοπία των ανθρωπίνων τραυμάτων
που αφέθηκαν στην Ιερότητα και την ευσπλαχνία των δακτύλων της Θεϊκής Αγαπης.
Συλια Χαδουλη