Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

Η κόλαση του Δάντη (του Παναγιωτόπουλου Σπήλιου)



Τα πρόβατα στριμώχνονται πάντα κοντά στην φάτνη
στη ζεστασιά τους, τρέμοντας, του λύκου τη θωριά
και κάθε νύχτα που περνά στριγκά ο βοσκός αγνάντι
κραυγές λύκου, μιμούμενος, τρομάζει τα χωριά.

Τα πρόβατα φαντάζονται πως η μορφή του λύκου
μοιάζει μ΄αυτή του Σατανά που κάνουνε σπονδή
δαίμονες μ' όρθια κέρατα κι όψη τραγο-πιθήκου
που ο καθένας εύλογα τη σκέψη αποσοβεί.
Δε ξέρω αν η κόλαση μοιάζει μ΄αυτή του Δάντη
ούτε που ξέρω αν οι ψυχές φλέγονται διαρκώς
μα ποιος ποτέ φοβούμενος, χαΐρι είδε, καζάντι?
τρέμει τον λύκο ο αμνός, τον τρώει ο βοσκός!




Το προφίλ της σιωπής (της Χαρούλας Φράγκου)



Όλα ξεμακραίνουν φεύγουν καθώς ψάχνω να σε βρω.
 Οι ελπίδες σκεπασμένες στην αχλύ του χρόνου  δεν αφήνουν περιθώρια..
Οι μαρτυρίες  για το απόλυτο/και μεγάλο που έζησα θα χαθούν χαμένες Ατλαντίδες...
Βαραίνει το κεφάλι στα χέρια και τα χείλη  άλεχτες σφραγίδες υπομονής ζουν το μεγαλείο της άρνησης και της σιωπής..
ΠΟΣΑ ήθελα να σου πω...
ΠΟΣΑ με κράτησαν μακρυά σου...
Όσο πλησίαζα τόσο έφευγες, όσο ξεμάκραινες τόσο ήμουν εκεί. Φυλάκισα τους θησαυρούς σε επτάκλειστες πύλες και τα δώρα μου τ' Άγια μείναν αδώρητα.
 Πέρασαν χειμώνες και άνοιξες ανεκπλήρωτες επιθυμίες βάψαν χλωμές τις αισθήσεις μου...
Ήταν μακρύς ο δρόμος της προσφοράς και τα σημάδια σου γενέθλια ρωγμή στην ψυχή μου. Τώρα θαρρώ πως οι αλήθειες δεν κρύβονται...
Οι δυνατές και μεγάλες στοιχειώνουν.
 Νάτες στους στίχους μου στο λιτό ποίημά μου..
 Λένε:
Οι ποιητές είναι Άγγελοι.
 Στους χαμένους Παράδεισους φωλιάζει ο Θεός που απόκαμαν να πιστεύουν.
 Βρίσκουν τη δύναμη να κτίζουν τους ναούς που συλήθηκαν.
Δεν είμαι ποιητής..
 Κοίτα στα μάτια μου την αλήθεια.

Χαρούλα Φράγκου

Από την ποιητική Ανθολογία "Μελίρρυτοι Λόγοι"


ΤΑ ΚΡΙΝΑ (του Χρήστου Χριστόπουλου)



Το κρίνο χρυσοκίτρινο και μοσχοβολημένο
προμήνυσε την άνοιξη που άργησε να 'ρθεί
και τον χειμώνα κράτησε ξοπίσω πικραμένο
στις παγερές βουνοκορφές μονάχος να πενθεί!

Στου παραθύρου γέμισε κρινάκια το περβάζι
που τύλιξαν μ´αρώματα τ´αγέρα τη πνοή
τον εαυτό μου έπιασα να τα κρυφοκοιτάζει
θαυμάζοντας τη ζηλευτή καινούργια τους ζωή!

Με της αγάπης το νερό τα πότιζα το βράδυ
κι αυτά ανταποδίδανε τη τόση θαλπωρή
τα χρυσαφένια άνθη τους φεγγίζαν στο σκοτάδι
και χάραζαν το δρόμο της καρδιάς που συγχωρεί!

Νέα πνοή, νέα ζωή με κρίνα στολισμένη
μπήκε η άνοιξη ξανά στα βάθη της ψυχής
χορεύοντας ανάερα στο κήπο ζαλισμένη
μεθυστικό ξεκίνημα μιας νέας εποχής!


Χρήστος Χριστόπουλος