Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019
Στοιχειό θα γίνω και θα 'ρθω (της Κατερίνας Πανταλέων)
Απόψε το πήρα απόφαση.
Θα πλύνω καλά
τα σκονισμένα όνειρα μου,
που τόσα χρόνια
παραπονεμένα περιμένουν.
Κι ύστερα
θα τα απλώσω να στεγνώσουν,
θυσία στον ουρανό.
Ένα σε κάθε αστέρι
που θα βλέπω,
να καεί στη φωτιά του.
Μα το όνειρο μου για σένα,
μόνο σε σένα θυσία θα το κάνω.
Απόψε λοιπόν
θα γίνω στοιχειό.
Σκάλα με τις ελπίδες μου θα πλέξω,
θα αλαφροπατήσω
και στο μπαλκόνι σου
κρυφά θα ανεβώ.
Στοιχειό θα γίνω και θα 'ρθω.
Σιγανά την πόρτα σου θα ανοίξω,
για να ανασάνω
το οξυγόνο που κι εσύ ανασαίνεις,
ξυπόλητη να περπατήσω
πάνω στις δικές σου πατημασιές,
ευλαβικά να αγγίξω ό,τι αγγίζεις,
να πιω μία γουλιά αγίασμα
από το νεροπότηρο σου
δίπλα στο κομοδίνο,
να τραγουδήσω ψιθυριστά
γλυκές μελωδίες αγάπης –
που κάθε που θα πονάς
δασκαλεμένες θα τις έχω
να διαχέονται παντού
και να σου γαληνεύουν την ψυχή.
Κι ύστερα να χορέψω
με τα μάτια κλειστά
γύρω από το κρεβάτι σου,
μεθυσμένη από έρωτα,
αποκαμωμένη από απελπισία.
Να ζαλιστώ
και να ζαλίσω και τα σκοτάδια σου.
Να τα τρομάξω!
Να μη σε σκιάξουνε ποτέ ξανά.
Κι όταν δίπλα σου
θα σωριαστώ εξαντλημένη
κι όταν το χέρι σου φιλήσω στοργικά
μόνο δυο λέξεις
απ’ τα χείλη μου θα καταφέρουνε να βγούνε.
Η μία θα ‘ναι
το όνομα σου.
Κι η άλλη θα ‘ναι
το πιο γλυκό του κόσμου "σ' αγαπώ".
Θαύμα της ζωής μου,
μοναδικό και αδικοχαμένο.
Κατερίνα Πανταλέων
Αχ βρε Μιχάλη (του Χρήστου Παπαχρυσάφη)
Αχ βρε Μιχάλη!!!
Ο φόβος ήταν συνώνυμος με το όνομά σου.
Μικρά παιδιά 10 χρονών θυμάμαι, πηγαίναμε στις νεόκτιστες οικοδομές της γειτονιάς και ανεβαίναμε στο δεύτερο ακόμη και στο τρίτο πάτωμα και πηδούσαμε στην άμμο.
Εσύ φοβόσουν να πηδήξεις ακόμη και από ισόγειο.
Ύστερα πηγαίναμε για αυτό που λέγαμε "περιπέτεια" στο ποταμάκι με τα βρώμικα νερά του βυρσοδεψείου και περνούσαμε από τη μία πλευρά στην άλλη ισορροπώντας ή καβαλώντας ένα σωλήνα με κίνδυνο να πέσουμε στα βρομόνερα και εσύ από φόβο ποτέ δεν ακολούθησες.
Αχ βρε Μιχάλη!!!
Που παίζαμε ποδόσφαιρο και εσύ πάντα γύρναγες την πλάτη σου για να μη σε χτυπήσει η μπάλα στο πρόσωπο όπως έλεγες και από το φόβο σου συνεχώς δεχόμασταν γκολ και χάναμε.
Αχ βρε Μιχάλη
Που όταν έπεφτε η μπάλα στον κήπο του κυρ - Λευτέρη και μας κυνηγούσε να μας την πάρει για να τη σκίσει, εσύ όχι μόνο φοβόσουνα να πας να την πάρεις πίσω αλλά κρυβόσουν και μόνο που τον έβλεπες.
Και που όταν πέθανε ο κυρ - Λευτέρης, όταν τον βγάζανε από το σπίτι για να τον βάλουν στην νεκροφόρα εσύ φοβήθηκες και κρύφτηκες.
Θυμάμαι επίσης ότι σε κοροϊδεύαμε λέγοντας σου ότι όποιος πάει το βράδυ στον τάφο του κυρ - Λευτέρη αυτός θα σηκωθεί και θα τον πιάσει από όπου βρει.
Αχ βρε Μιχάλη!!!
Θυμάμαι παραμονή των Χριστουγέννων που σου είπαμε να πάμε να πούμε τα κάλαντα μέσα στο λεωφορείο και εσύ φοβόσουν να έρθεις μαζί μας.
Και το απόγευμα σου είχαμε πει ότι θα σταματήσουμε να σου κάνουνε παρέα γιατί φοβάσαι τα πάντα!
Και εσύ για να μη χάσεις την παρέα μας είπες ότι θα έκανες ότι σου ζητήσουμε για να παραμείνεις φίλος μας.
Και εμείς αυτό που σου ζητήσαμε ήταν πολύ παράτολμο.
Κανείς άλλος από εμάς δε θα το τολμούσε.
Να πας σου είπαμε μόλις βραδιάσει στο νεκροταφείο του Αγίου Παντελεήμονα και να καρφώσεις ένα μαχαίρι στον τάφο του κυρ - Λευτέρη και τότε μόνο θα ξαναγινόσουν φίλος μας γιατί θα μας αποδείκνυες ότι δεν φοβάσαι πια.
Και σε θυμάμαι με εκείνο το καφέ παλτό που ξεκίνησες να πας για το κατόρθωμα σου...
Μέρα Χριστουγέννων και το πρωί σε βρήκε ο φύλακας ξαπλωμένο δίπλα στον τάφο του κυρ - Λευτέρη και το μαχαίρι καρφωμένο στον τάφο μαζί με το παλτό σου.
Ο γιατρός είπε ανακοπή.
Την μέρα που γεννιόταν ο Χριστός μας εμείς χάσαμε τον πιο γενναίο φίλο μας.
Αχ βρε Μιχάλη!
Χρήστος Παπαχρυσάφης
Ο φόβος ήταν συνώνυμος με το όνομά σου.
Μικρά παιδιά 10 χρονών θυμάμαι, πηγαίναμε στις νεόκτιστες οικοδομές της γειτονιάς και ανεβαίναμε στο δεύτερο ακόμη και στο τρίτο πάτωμα και πηδούσαμε στην άμμο.
Εσύ φοβόσουν να πηδήξεις ακόμη και από ισόγειο.
Ύστερα πηγαίναμε για αυτό που λέγαμε "περιπέτεια" στο ποταμάκι με τα βρώμικα νερά του βυρσοδεψείου και περνούσαμε από τη μία πλευρά στην άλλη ισορροπώντας ή καβαλώντας ένα σωλήνα με κίνδυνο να πέσουμε στα βρομόνερα και εσύ από φόβο ποτέ δεν ακολούθησες.
Αχ βρε Μιχάλη!!!
Που παίζαμε ποδόσφαιρο και εσύ πάντα γύρναγες την πλάτη σου για να μη σε χτυπήσει η μπάλα στο πρόσωπο όπως έλεγες και από το φόβο σου συνεχώς δεχόμασταν γκολ και χάναμε.
Αχ βρε Μιχάλη
Που όταν έπεφτε η μπάλα στον κήπο του κυρ - Λευτέρη και μας κυνηγούσε να μας την πάρει για να τη σκίσει, εσύ όχι μόνο φοβόσουνα να πας να την πάρεις πίσω αλλά κρυβόσουν και μόνο που τον έβλεπες.
Και που όταν πέθανε ο κυρ - Λευτέρης, όταν τον βγάζανε από το σπίτι για να τον βάλουν στην νεκροφόρα εσύ φοβήθηκες και κρύφτηκες.
Θυμάμαι επίσης ότι σε κοροϊδεύαμε λέγοντας σου ότι όποιος πάει το βράδυ στον τάφο του κυρ - Λευτέρη αυτός θα σηκωθεί και θα τον πιάσει από όπου βρει.
Αχ βρε Μιχάλη!!!
Θυμάμαι παραμονή των Χριστουγέννων που σου είπαμε να πάμε να πούμε τα κάλαντα μέσα στο λεωφορείο και εσύ φοβόσουν να έρθεις μαζί μας.
Και το απόγευμα σου είχαμε πει ότι θα σταματήσουμε να σου κάνουνε παρέα γιατί φοβάσαι τα πάντα!
Και εσύ για να μη χάσεις την παρέα μας είπες ότι θα έκανες ότι σου ζητήσουμε για να παραμείνεις φίλος μας.
Και εμείς αυτό που σου ζητήσαμε ήταν πολύ παράτολμο.
Κανείς άλλος από εμάς δε θα το τολμούσε.
Να πας σου είπαμε μόλις βραδιάσει στο νεκροταφείο του Αγίου Παντελεήμονα και να καρφώσεις ένα μαχαίρι στον τάφο του κυρ - Λευτέρη και τότε μόνο θα ξαναγινόσουν φίλος μας γιατί θα μας αποδείκνυες ότι δεν φοβάσαι πια.
Και σε θυμάμαι με εκείνο το καφέ παλτό που ξεκίνησες να πας για το κατόρθωμα σου...
Μέρα Χριστουγέννων και το πρωί σε βρήκε ο φύλακας ξαπλωμένο δίπλα στον τάφο του κυρ - Λευτέρη και το μαχαίρι καρφωμένο στον τάφο μαζί με το παλτό σου.
Ο γιατρός είπε ανακοπή.
Την μέρα που γεννιόταν ο Χριστός μας εμείς χάσαμε τον πιο γενναίο φίλο μας.
Αχ βρε Μιχάλη!
Χρήστος Παπαχρυσάφης