Εδίψασεν ο άγγελος
κι έγειρε το κεφάλι,
στις χούφτες σου
να πιεί νερό,
μη και γελάσει πάλι.
Να πιεί νερό να ξεδιψάσει.
Μα ήταν πικρό και αλμυρό,
της αρνησιάς νερό είχες κεράσει.
Πικράθηκε το στόμα του
επέσαν τα φτερά του.
Ολόγυμνος εστάθηκε,
χάθηκε η ομορφιά του.
Αλλά λυπήθηκε ο Θεός,
μεγάλο το Έλεος του.
Κι έβγαλε ρίζες και κλαδιά,
θωρεί τον ουρανό του.
Παρακαλώ σε ουρανέ,
κράτα για με τη πίκρα.
Ευχαριστώ σε Σε Θεέ,
που τα φτερά μου βρήκα.
Μαρία Μηνά