Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2019

Ο ΜΟΝΟΛΟΓΟΣ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ (της Έλενας Κορινιώτη)


Έτος 1908

"Μάνα, μάνα, μάνα" Με λένε μάνα. Δεν έχω όνομα κι αν κάποτε είχα, το ξέχασα κι αυτό, ξεθώριασε.
"Μάνα έλα εδώ, μάνα κάνε αυτό, μάνα κάνε κουράγιο". Σ' αυτή τη ζωή γεννήθηκα για να ξεπλέκω άλλες ζωές. Να τις καλοχτενίζω, να τις σενιάρω, να τις στολίζω κι αν με ρωτάς δεν είμαι σίγουρη πως αυτό ήθελα, αλλά και τι να έκανα. Δεκαπέντε χρονών παντρεύτηκα τον Γιάννο, δεκαέξι απέκτησα τη Λεμονιά. Ήμουν ενα παιδί που μεγάλωνε ένα μικρότερο παιδί κι υπέμενε τις ιδιοτροπίες του συζύγου της. Άντρας ήταν να μου πείτε, είχα την υποχρέωση να τον υπηρετώ και να τον συγχωρώ. Τουλάχιστον μας φρόντιζε να μη μας λείψει κάτι, πέρα από το χάδι. Άλλωστε η αγάπη που δεν τρώγεται, ούτε αγοράζεται ήταν περιττή για εκείνον. Σκληρός άνθρωπος, ψυχρός, απρόσιτος ως το τέλος της ζωής του.

Η ξανθομαλλούσα μου όμως, ήταν φτιαγμένη από άλλη στόφα. Ευαίσθητη, συμπονετική, γεμάτη καλοσύνη. Αχ και πόσο με αγάπαγε! Σφιχτά δεμένη μαζί μου, ρούπι δεν έκανε χωρίς εμένα. Στο σπίτι, στο κουβάλημα του νερού, στο στάβλο, σαν κορδελάκι κρεμασμένο επάνω στη φορεσιά μου. "Θα σε βοηθήσω εγώ μαμά" έλεγε με τη ψιλή φωνούλα της προσπαθώντας να σηκώσει τη στάμνα κι εγώ γελούσα με τα καμώματα της. Τα ωραιότερα χρόνια μας ήταν αυτά, προτού μας βρει το κακό.

Ανάθεμα! Ανάθεμα την ώρα και τη στιγμή! Ανάθεμα και σ' εκείνο το διαβολόσπερμα τη Μαρουσώ που βρέθηκε στο διάβα μου! "Ξαδέρφες είστε, θα αγαπιέστε" της έλεγα η τρελή, δε γνώριζα τι φίδι έτρεφα στον κόρφο μου. Το ζήλευε το παιδάκι μου. Και δεν τρώω εγώ κουτόχορτο, ούτε είμαι καμιά χθεσινή για να πιστέψω τις δικαιολογίες του νιάνιαρου. Τάχα δεν το ήθελε, τάχα έγινε τυχαία, καταλάθος επάνω στο κυνηγητό. Μωρ' τι μας λες; Καταλάθος έσπρωξε τη Λεμονίτσα μου στον αναμμένο φούρνο; Σαν χθες θυμάμαι το κλάμα της, πως να το ξεχάσω; "Μάνααααα" έσκουξε σαν να μην είχε φωνή ανθρώπου, σαν να κραύγαζε ένα αγρίμι που το έγδαραν ξεχειλώνοντας την πέτσα του. Έτρεξα όσο πιο γρήγορα μπορούσα κι αυτό που αντίκρισα να μη το αντικρίσει ούτε ο χειρότερος εχθρός μου. Ένα τόσο δα πλασματάκι να παλεύει με τις φλόγες κι εγώ να στέκομαι ανήμπορη μπροστά της. Τι να έκανα; Τι; Οι τσιρίδες της Λεμονιάς να τρυπάνε το μυαλό μου, οι γειτόνισσες να προσπαθούν να τη συνεφέρουν ρίχνοντας της κρύο νερό κι εκείνο το βρωμοκόριτσο να έχει λουφάξει στη γωνιά και να παρακολουθεί ατάραχη το θέαμα. Μα δεν είναι ο πόνος που τρύπησε το κορμάκι της, είναι τα σημάδια που τρύπησαν τη ψυχή της.

Τι να θυμηθεί το παιδί μου και τι να πρωτοξεχάσει; Τέρας την αποκαλούσαν τα σκατόπαιδα της γειτονιάς κάνοντας χάζι κάθε φορά που κρυβόταν πίσω από τη φούστα μου. Τα 'παιρνα κι εγώ στο κυνήγι με μια χούφτα πέτρες. "Στο διάολο να πάτε παλιόπαιδα" και πριν προλάβω καλά καλά να τα ξεπροβοδίσω, να τρέχω πίσω από τη μικρή μη κάνει καμιά τρέλα.
Μαντήλια εδώ, μαντήλια εκεί, μια κασέλα γεμάτη μαντήλια, δεύτερη σάρκα της τα είχε κάνει. Τα κρέμαγε στο πρόσωπο της, σαν να έκρυβε το μεγαλύτερο μυστικό του κόσμου που ήρθε και φώλιασε επάνω στη σάρκα της.
"Τουρκάλα είσαι εσύ για Γκρέκα;" της έλεγαν περιπαικτικά οι αχρείοι συγχωριανοί μας. Με κόπο μάκρυνε τα μαλλιά της για να πετάξει τα υφάσματα. Άντε και να τα ρίχνει σαν κουρτίνα επάνω στα εγκαύματα. Να τα σβουρίζει από εδώ, να τα γυρνάει από εκεί και να ψάχνει τρόπους να καλύψει το μισό πρόσωπο της που είχε γίνει σαν τσαλακωμένο χαρτί απ' τις φωτιές. Δεν το άντεχε. Και δεν άντεχε και τον περίγυρο που έμπηγε τα αδιάκριτα βλέμματα του επάνω της, σαν να 'τανε βελόνες. Στο φως της μέρας δεν έβγαινε, έμενε ξαπλωμένη σ' ένα σκληρό ντιβάνι να διαβάζει σελίδες και σελίδες, ολόκληρα βιβλία και τόμους, ποιος ξέρει σε ποιους μαγικούς κόσμους ταξίδευε ώσπου να δύσει ο ήλιος. Τη λάτρευε τη νύχτα. Ίσως γιατί το σκοτάδι ήταν ο καλύτερος φίλος της.

Όσο ζούσε ο Γιάννος είχαμε μια κάποια ηρεμία μα από την ώρα που έκλεισε τα μάτια του κατάλαβα για τα καλά πως η Λεμονιά θα δυστυχήσει. Τα χρήματα λιγόστεψαν κι οι συγγενείς γύρισαν τις πλάτες τους. Κακά τα ψέματα, το ξέρετε κι εσείς όταν φεύγει η κεφαλή της οικογένειας, το σπιτικό ερημώνει, σαν να σαπίζει σιγά-σιγά απ' τα θεμέλια του. Η μόνη σωτηρία μας ήταν να βρει ένα καλό παλικάρι να την αποκαταστήσει, να τη ζήσει. Εγώ γριά γυναίκα ως πότε θα την φροντίζω;  Αν τύχαινε και μ' έπαιρνε ο Θεός, τι θα απέγινε; Αχ και τι δεν έκανα για να τη στεφανώσω. Παρακάλεσα προξενητάδες από όλους τους μαχαλάδες να μου την κανονίσουν, μα κανένας δεν αναλάμβανε τέτοιο φορτίο. "Είσαι καλή γυναίκα Μόρφω, μα ποιος θα την πάρει νομίζεις;". Κάθε φορά που ξεστόμιζαν τούτα τα λόγια, ένιωθα μια χαντζάρα να μπήγεται και να στριφογυρνάει μέσα στην καρδιά μου. "Είναι γλυκιά, καλοσυνάτη, νοικοκυρά και δεν φαντάζεστε πόσα κατεβάζει ο νους της. Ξέρει από φερσίματα σας λέω, τα ξεπατίκωσε όλα από τα βιβλία που διαβάζει" τους έλεγα μα εκείνη ανένδοτοι. Μονάχα η Κατινιώ φιλοτιμήθηκε να με βοηθήσει, να την έχει ο Παντοδύναμος καλά και να μη την κρίνει αυστηρά γι' αυτό που κάναμε. Ας πάρω το βάρος της αμαρτίας όλο επάνω μου, εμένα ας τιμωρήσει.

Και σε ποιον να το πω και να μη με κατακρίνει πως παρουσιάσαμε τη Μαρουσώ στον Κωσταντή, ως κόρη μου. "Τι βλέπεις εκείνη τη λυγερή Κωσταντή; Θα σε ενδιέφερε;" του ψιθύρισε η Κατινιώ στο προαύλιο της εκκλησίας στοχεύοντας με το δάχτυλο της την ανιψιά μου. Εκείνου όχι μόνο του άρεσε, ξετρελάθηκε, του τρέξανε τα σάλια. Κι αν με ρωτάς γιατί διάλεξα αυτή θα σου πω πως πρώτον έμοιαζαν σαν αδερφές και δεύτερον είχα την εντύπωση πως ήταν δίκαιο τούτο το χέρι που παράχωσε το παιδάκι μου στη δυστυχία, να τη βγάλει από δαύτη.
Κι αυτό το βρομοθήλυκο που δεν έχει ίχνος τσίπας επάνω της, δύο μέρες πριν το στεφάνωμα πήγε στο σπίτι των Μαυρογιαννέων και τα ξέρασε όλα! Τ' ακούτε; Όλα τα μαρτύρησε η προδότρα. Πως θα βάζαμε τη Λεμονιά κάτω από το κεντημένο πέπλο. Ναι, θα το καταλάβαινε, χαζός δεν είναι μα θα είχε ήδη προλάβει να ψάλλει το "Δι ευχών" ο Παπά-Γιώργης. Κι αν έμπαινε η κουλούρα στο κεφαλάκι της Λεμονιάς θα έμπαινε και το νερό στο αυλάκι, αλλά ανάθεμα σε καταραμένη Μαρουσώ, να υποφέρεις κάθε μέρα.
Οι Μαυρογιαννέοι σαν σκυλιά λυσσασμένα όρμησαν στο σπιτικό μου, πετώντας πέτρες και μαδέρια. Και τι ξεστόμισαν τα στόματα τους, δε λέγεται. Περίγελος γίναμε, σε όλους τους μαχαλάδες.
Τούτη ήταν κι η τελευταία μέρα που είδα το παιδάκι μου.

Αχ δόλια Λεμονιά! Σε τούτη τη ζωή ήρθες για να υποφέρεις.

Με λέγαν μάνα.
Όχι πια.
Τώρα δεν είμαι τίποτα.
-----------------------------------------------------
Η Μόρφω ήταν πεσμένη επάνω στο άψυχο σώμα της Λεμονιάς θρηνώντας για ώρες ολόκληρες.
Η νεαρή έβαλε τέλος στη ζωή της, φοβούμενη πως θα καταλήξει μόνη της.
Δεν άντεξε το στίγμα.

Έλενα Κορινιώτη