Ταξίδι στο χώρο της ποίησης και του λόγου. Ένας χώρος έκφρασης ανοιχτός σε όλους.
Σάββατο 31 Αυγούστου 2019
Του χρονου τα διχτυα (της Λουκίας Παπαδοπούλου)
Του χρονου τα διχτυα
τα υφαινουν οι αισθησεις
τα δενουν οι ελπιδες
οι γλυκες παραισθησεις.
Στου ονειρου το διαβα
στο αχρονο μερος
ενα φως σαν γεννιεται
εκει ριζωνει ο Ερως.
Στων στιγμων την αγκαλη
που πλαγιαζουν οι τερψεις
ξελογιαζουν τη θλιψη
γινονται αφωνες λεξεις.
Ξημερωνει Δευτερα
δραπετευουν βδομαδες
κλαιν' ανησυχα οι ωρες
ψαχνουν να΄βρουν λιακαδες.
Του χρονου τα διχτυα
μας εχουν κυκλωσει
ποιος μπορει να ξεφυγει
διχως να΄χει ματωσει.
Το φιλι που΄χες ταξει
το απαλο σαν μεταξι
μου το εδωσες φως μου
πριν το κανεις στην πραξη.
Υπερκοσμιο χαδι
απ του ποθου τα υφαδι
κουρνιασμενη ευλογια
κι εχει φτασει πια βραδυ.
Ανατελω στη δυση
για χατηρι σου μονο
ενα γελιο να ανθισει
στον επομενο τονο.
Η καρδια μου ραγιζει
μια εικονα δακρυζει
μια ευκαιρια Αξιζει
το φιλι που σαστιζει <3
Λουκία Παπαδοπούλου
Παρασκευή 30 Αυγούστου 2019
Ψάχνω τ όνειρο (της Αντριάνας Περικλέους - Ονουφρίου)
Όνειρο μου
Σε έψαξα εκεί που γεννιέται ο άνεμος,
στα ριζά τ' ουρανού.
Σε γύρευα χωμένη στου
ηλιοβασιλέματος το γύρισμα,
στην κουφάλα της ξύλινης ζωης
Σ' άρπαζα στο γέννημα του φεγγαριού,
μα πάλι σ' έχανα, γερμένη σε
ψευδαίσθηση ευτυχίας.
Σε γύρευα πάλι, στην χαραμάδα
της σκέψης, χαμένη στην βουή
της πόλης π' αργά ξυπνάει.
Σε περίμενα γερμένη στην αγκαλιά
του έρωτα, χαμένη σε πόθου φωλιά.
Σ ένιωθα, απατηλά, να γεννιέσαι
σε χείλη γλυκά.
Μα εσύ είσαι ακόμα αγέννητο,
κυοφορήσαι στην μήτρα τ' άπιαστου
πέφτεις απ' ανύπαρκτες σάλπιγγες.
Αντριάνα Περικλέους - Ονουφρίου
Πέμπτη 29 Αυγούστου 2019
Ο πα-τέρας (της Έλενας Κορινιώτη)
Ήθελα πολύ να χάσω την πτήση. Να βρεθώ κολλημένος στο μποτιλιάρισμα της Εγνατίας, πλάι στα παλιοσίδερα που έβραζαν από τη ζέστη. Οι λεπτοδείκτες να έτρεχαν αλαφιασμένοι σαν να τους κυνηγούσαν οι Ερινύες, δείχνοντας έξι. Να τηλεφωνούσα στη Τζένη δήθεν απογοητευμένος που δεν τα κατάφερα να παραστώ στο κάλεσμα της. Ύστερα να απενεργοποιούσα το τηλέφωνο. Και να έπαιρνα μια βαθιά αναζωογονητή ανάσα, γεμίζοντας το μέσα μου με λύτρωση. Μα ήμουν τόσο δειλός για να το πράξω.
Επιβιβάστηκα στο αεροπλάνο. Κοίταζα επίμονα έξω από το παράθυρο, πως μίκραιναν τα λαμπερά φώτα της πόλης κατά την απογείωση. Από πύρινες γλώσσες, κατέληγαν σε μικροσκοπικές κουκίδες. Σαν τα τραύματα που ανοίγονται στα σώματα. Στην αρχή πελώρια θαρρείς και δεν θα σβήσουν ποτέ, μα πάντα καταλήγουν τόσο δα σημάδια που με δυσκολία κανείς διακρίνει. Ίσως μονάχα εσύ, κάθε φορά που κοιτάζεσαι στον καθρέφτη. Τα μισούσα τα σημάδια μου. Όχι επειδή μου τσαλάκωναν την εμφάνιση. Μονάχα γιατί αυτές οι απολιθωμένες εκδορές συγκρατούσαν όλο το μίσος του πατέρα μου για εμένα.
Ούτε που κατάλαβα πότε προσγειωθήκαμε στο νησί. Πέρασα το κατώφλι του σπιτιού κι ένιωσα μια αγχόνη να αγκαλιάζει το λαιμό μου. Είχα υποσχεθεί στον εαυτό μου πως δεν θα επέστρεφα ποτέ στο κολαστήριο μου. Άλλη μια φορά που αθέτησα την υπόσχεση μου. Η αδερφή μου, έτρεξε στην αγκαλιά μου ενώ με τα πληγωμένα μάτια της έβρεξε το μανίκι της μπλούζας μου.
-Έλα να τον δεις, μουρμούρησε.
-Τζένη..
-Κάνε του το χατίρι Αντώνη μου!
Υπάκουσα. Με δύο δειλά βήματα βρέθηκα στη κρεβατοκάμαρα του η οποία θύμιζε περισσότερο παράρτημα εντατικής. Μια φιάλη οξυγόνου του παρείχε μια μικρή παράταση ζωής. Η όψη του ήταν αποστεωμένη. Σε τίποτα δε θύμιζε εκείνο τον πελώριο δράκο των παιδικών μου χρόνων που με μίσος με τσαλάκωνε σαν πλαστελίνη στα χέρια του. Η μάνα μου στεκόταν στο προσκεφάλι του, κρατώντας του το χέρι.
-Δεν καταλαβαίνει τίποτα είναι αλλού, ψέλλισε η αδερφή μου με ραγισμένη φωνή.
Πλησίασα και κάθισα στην άδεια καρέκλα δίπλα του.
-Άφησε μας μόνους, μουρμούρισα κλείνοντας τη πόρτα.
Στο κομοδίνο του υπήρχε μια στοίβα εκκλησιαστικών βιβλίων, λάδι από τους άγιους τόπους, ένα κομποσκοίνι, αντικείμενα ασυνήθιστα για τον πατέρα που ήξερα τριάντα χρόνια.
-Έγινες καλός χριστιανός, μουρμούρησα ειρωνικά ανοίγοντας τις πρώτες σελίδες ενός θρησκευτικής φύσεως βιβλίου. Στην πρώτη σελίδα έγραφε με φαρδιά πλατιά γράμματα «ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: ΜΕΤΑΝΟΙΑ».
-Λοιπόν πατέρα, ας μιλήσουμε για μετάνοια, χωρίς να διαβάσουμε αυτές τις χριστιανικές σελίδες. Υποθέτω πως αυτή η λέξη φαντάζει άγνωστη στ’ αφτιά σου. Εμένα ωστόσο με ταλαιπωρεί σταθερά κοντά στα τριάντα χρόνια. Γύρω στα τρία μου, άκουσα για πρώτη φορά τη βροντερή φωνή σου να μου ουρλιάζει να ζητήσω συγγνώμη που τόλμησα το παλιόπαιδο να κλαψουρίσω. Όταν βέβαια, κατατρομαγμένος αρνήθηκα να υποκύψω στην απαίτηση σου, ένιωσα το κάψιμο τις μετάνοιας να απλώνεται πάνω στη βρεφική σάρκα μου. Για την ακρίβεια μου έβαλες τα χέρια επάνω στην αναμμένη σόμπα, προκειμένου να ζητήσω συγγνώμη. Τα κατάφερες, ζήτησα. Τι κι αν σφάδαζα από τα φρικτά εγκαύματα. Ζήτησα μετάνοια κι αυτό ήταν αρκετό να σε κάνει να νιώσεις ηδονή. Έπειτα είχα πάντα στα χείλη κρεμασμένη μια τρομαγμένη συγγνώμη που υπήρχα. Ακόμη κι αν τη ξεστόμιζα, πάντα έπρεπε να δεχτώ το ξυλοφόρτωμα σου προκειμένου να την εμπεδώσω. Με κοίταζες με τέτοια απέχθεια, σαν να μην έβλεπες το σπλάχνο σου, αλλά το δυστυχισμένο γάμο σου με σάρκα και οστά. Κι αυτή τη σάρκα τη τσάκιζες, τη τσαλάκωνες, της έσπαγες τα πλευρά τόσο δυνατά που μια φορά κατέληξα αιμόφυρτος στο νοσοκομείο με διάσειση.
Τα χρόνια περνούσαν κι εγώ προσπαθούσα ν’ αλλάξω τη ρώτα μας. Πίστευα πως κάποια στιγμή θα μαλακώσω τη σιδερένια καρδιά σου, ειδικά αν με δεις να προοδεύω. Στα μαθήματα αρίστευσα, το ίδιο και στο ωδείο, μα στα μάτια σου ακόμη φάνταζα ένα τεράστιο εμπόδιο. Για σένα ήμουν απλώς ο άχρηστος. Ανάθεμα κι αν πρόφερες ποτέ το «Αντώνης». «Που γυρίζει ο άχρηστος;» «Έλα εδώ άχρηστε», «Ζήτα συγγνώμη άχρηστο πράγμα». Σου θυμίζουν κάτι όλα αυτά;
Ξέρεις πότε ήταν η τελευταία φορά που βρεθήκαμε; Όταν σου ανακοίνωσα πως αποφάσισα να σπουδάσω Νομική, αντί για Ιατρική. «Άχρηστε, ζήτα συγγνώμη!» ούρλιαξες. Ήταν η πρώτη φορά που δεν ψέλλισα την πολυπόθητη συγγνώμη σου. Άρπαξες την άδεια καρέκλα που υπήρχε δίπλα σου και την διέλυσες με λύσσα επάνω στη ραχοκοκαλιά μου.
Αν νομίζεις πως βγήκα αλώβητος απ’ όλα αυτά, γελιέσαι. Λένε πως τα παιδιά είναι οι καλύτεροι μιμητές των γονιών τους. Υιοθέτησα τη συμπεριφορά σου, μισώντας τον εαυτό μου. Τέσσερα χρόνια πέρασα ριγμένος στα πεζοδρόμια της Ναυαρίνου να φτύνω αίμα για τη δόση μου. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία, που κλείδωσα για πάντα στο χρονοντούλαπο του χθες. Είδαν τα μάτια μου πολλά εκείνες τις νύχτες. Είδα πολλά αποκρουστικά πρεζάκια να με θυμίζουν τόσο. Οι περισσότεροι διαθέταμε το ίδιο βλέμμα. Βαθύ, μελαγχολικό, άφθονης εγκατάλειψης. Όλοι κουβαλούσαμε μια δακρύβρεχτη ιστορία-αληθοφανή δικαιολογία της σαπίλας μας. Κάποιοι από εμάς σταθήκαμε τυχεροί και ξεμπλέξαμε, ας είναι καλά η αδερφούλα μου. Ώρες ώρες απορώ πως από έναν άνθρωπο σαν εσένα, βγήκαμε εγώ κι η Τζένη. Από το αγκάθι βγαίνει ρόδο, έτσι μου είχε πει κάποτε μια φίλη μου, που έμελλε να γίνει γυναίκα της ζωής μου.
Θα ήθελες πολύ η ιστορία να έχει σταματήσει εδώ, νιώθοντας δικαίωση που εν τέλει κατάντησα ένας άχρηστος σωστά; Λυπάμαι, μα δεν σου έκανα το χατίρι. Άρπαξα τη ζωή απ’ τα μαλλιά. Απέκτησα, πτυχία, τίτλους, διακρίσεις ως πιανίστας. Απέκτησα φήμη και κάτι που εσύ δεν ένιωσες ποτέ. Τη ζεστή, ατόφια αγκαλιά του γιου μου. Που δε αφήνει περιθώρια σε τρόμους και φοβίες. Με κοιτάζει στα μάτια, λες και βλέπει υπερήρωα. Ξέρεις γιατί; Καθώς τα πληγωμένα χέρια μου, εκείνα που τσουρούφλισες στο αναμμένο μαγκάλι υπάρχουν για να του κρατούν σφιχτά το χέρι σε κάθε αποτυχία του και να τον χειροκροτούν σε κάθε επιτυχία του. Ποτέ για να το τιμωρούν, ποτέ για να το γεμίζουν τραύματα.
Τι λέγαμε στην αρχή; Α, ναι για το πόσο καλός χριστιανός είσαι και για τη μετάνοια.
Εγώ δεν κρατώ τίποτα από εσένα. Ούτε μίση, ούτε ετεροχρονισμένες συγγνώμες.
Εγώ μια συγγνώμη χρώσταγα πατέρα, στον εαυτό μου.
Κι αυτή μου την έδωσα, μαζί με τη δεύτερη ευκαιρία στη ζωή.
Εσένα, ας σε κρίνει ο Θεός.
Έλενα Κορινιώτη
Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019
ΌΠΟΥ ΕΙΣΑΙ ΝΑ ‘ΜΑΙ (της Τζένης Τσιούγκου)
Όπου είσαι να ‘μαι…
Σαν άνεμος κι έρωτας
ν’ αγκαλιάζω το σώμα σου,
λόγια τρυφερά και παρήγορα
τα χείλη μου να σταλάζουν στην ψυχή σου…
Όπου είσαι να ‘μαι…
Να ‘μαι ένα μέρος του κορμιού σου
όπως μια τούφα απ’ τα μαλλιά σου,
όπως το καστανό χρώμα των ματιών σου
ή το φως απ’ το χαμόγελό σου
ή οι χτύποι της καρδιάς σου
όταν θα είναι δυνατοί
και θα δημιουργούν
κύματα απαλά στη θάλασσα της ευτυχίας
ή φουρτούνες ατέλειωτες σε ωκεανούς μοναξιάς…
Όπου είσαι να ‘μαι…
Σαν ένα πουλί να σ’ ακολουθώ,
να έρχομαι και να κουρνιάζω μες στην αγκαλιά σου
όταν η θλίψη των καιρών θα με συνθλίβει
ή να σε τυλίγω με τα φτερά μου
όταν θα σπαρταράς απ’ τα δάκρυα του πόνου…
Όπου είσαι να ‘μαι…
Έστω και σαν ψυχή να τριγυρνώ στους αιθέρες
να έρχομαι και να βρίσκω την ψυχή σου,
μόνο και μόνο για να ξέρω
ότι οι καρδιές μας συναντιούνται
σε κάποια ξεσπάσματα λύπης ή χαράς.
Έστω κι έτσι να είμαστε μαζί
σαν ένα σώμα γεμάτο από του έρωτα τη φλόγα,
να είμαι η σκέψη σου κι εσύ η δική μου…
Έστω σαν δυο ψυχές που ταξιδεύουν πάντα
για ν’ ανταμώσει η μία την άλλη…
Έστω κι έτσι να σ’ αγαπώ,
έστω κι έτσι να μ’ αγαπάς…
Τζένη Τσιούγκου
Τρίτη 27 Αυγούστου 2019
ΑΓΑΠΗ ΑΠΡΟΣΜΕΝΗ (της Λένας Σαρή)
Μην τριγυρνας
στου μυαλού μου
τις σκέψεις
ελα κοντά μου
και πεστο με λέξεις
Μη μ' αφηνεις
στ' ονειρου το άδειο
έλα κοντά μου
να δεις το γαλάζιο
Μη μ' αφηνεις
με δάκρυ στα μάτια
έλα κοντά μου
πριν γίνω κομμάτια
Πες την όμορφη λέξη
ν' ακούσω που περιμένω
αγάπη απρόσμενη
για σένα
ζω και πεθαίνω
Λένα Σαρή
Δευτέρα 26 Αυγούστου 2019
Αν μπορούσα (του Αριστομένη Λαγουβάρδου)
Αν μπορούσα από την αρχή
να ζήσω ξανα μια ζωή καινούρια,
με την πείρα που έχω κερδίσει
όλα αυτά τα χρόνια,
θα ήθελα να ήμουν αργός στις κινήσεις,
για να μπορώ να παρατηρώ καλλίτερα
στη διαδρομή.
Γιατί ο κόσμος είναι ένα βιβλίο και εγώ
δε θέλω να βλέπω μονάχα το εξώφυλλο.
Θα απολάμβανα τη συγκίνηση,
του να ανακαλύπτω κάθε φορά
το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσω.
Θα πήγαινα αργά, για να δίνω ονόματα
στους σκύλους, στις γάτες, στα δένδρα,
στις γωνιές, στα χαλάσματα.
Θα έδινα περίεργα ονόματα
και στους στύλους φωτισμού,
έτσι για πλάκα για να γελάσω
με τις σκέψεις μου.
Θα πήγαινα αργά,
γιατί έτσι θα πρόσεχα την κάθε στιγμή,
και η κάθε στιγμή θα γινόταν απέραντη
στην ψυχή μου.
Έτσι θα απολάμβανα τα χρώματα της φύσης,
το ουράνιο τόξο, τις αυγές, τα δειλινά,
όλους τους τύπους της ζωής…
Θα καθόμουν σε πιο πολλά παγκάκια,
όπου θα έκανα παρέα με τις πιο χαρούμενες
σκέψεις μου και με τις πιο αστείες γκάφες μου.
Θα ήμουν ευτυχισμένος με τα μικροπράγματα
και τις μικροσυγκινήσεις, με το κελάηδημα
των πουλιών, με το άρωμα των λουλουδιών
και της γής μετά τη βροχή, με το άρωμα
του ψητού με πατάτες και κανέλα στο ταψί,
με την ποίηση των ζωγράφων,
με τις ζωγραφιές των ποιητών…
Με την πείρα που έχω κερδίσει αν μπορούσα
να ξαναζήσω μία καινούρια ζωή από την αρχή,
θα ονειρευόμουν πιο πολύ και θα εύρισκα
την ειρήνη στην σιωπή.
Θα κρατούσα πιο πολλά μωρά στην αγκαλιά μου,
θα μέτραγα πιο πολλά σύννεφα, πιο πολλά αστέρια,
θα έβλεπα πιο πολλούς γλάρους να πετάνε,
θα έσερνα πιο πολλούς χαρταετους,
θα έτρωγα περισσότερα παγωτά με κανταϊφι,
πιο πολλές σοκολάτες.
Τις λαμπρές ανατολές και τα γλυκά ηλιοβασιλέματα
θα τα ζωγράφιζα με τα χρώματα των λουλουδιών
ανεξίτηλα στην ψυχή μου.
Τις μουντές μέρες θα τραγουδούσα το’’Va pensiero’’
του Verdi, θα σιγοσφύριζα το ΄΄il silenzio΄΄ και
θα κοίταζα με τα μάτια της ψυχής, τους πίνακες της Φύσης.
Τα πράγματα θα τα έβλεπα, όχι για την τιμή τους
αλλά για τον βαθύτερο συμβολισμό τους.
Τα μίση μου θα τα έγραφα σ΄ένα κομμάτι χαρτί
και θα τα πέταγα στη θάλασσα.
Θα φώναζα σχεδόν κραυγάζοντας,
Πως ο άνθρωπος γερνά όταν δεν αγαπά,
και φθείρεται όταν δεν έχει ελπίδες.
Θα κοίταζα και πιο πολλά τριαντάφυλλα,
γιατί αφήνουν στην ψυχή ρομαντικές σκέψεις.
Αν μπορούσα να ξαναζήσω μία καινούρια ζωή
από την αρχή, δε θα έκανα τίποτα άλλο,
απλώς θα ζούσα.
Γιατί η ζωή είναι ομορφιά, όνειρο, πρόκληση,
ευκαιρία, παιχνίδι.
Κάθε στιγμή, μα κάθε στιγμή, θα έκλεβα τη ζωή,
αλλά ποτέ δε θα ξεχνούσα, ούτε σ΄αυτή τη ζωή
που ζώ, ούτε στην επόμενη αν θα ζήσω
με κάποια άλλη μορφή ή σε κάποια άλλη κατάσταση,
ότι είναι ωραία, μεγάλη, πολύ μεγάλη η απλότητα.
Αριστομένης Λαγουβάρδος
από την ποιητική συλλογή
‘’Καθώς κυλά το ρόδινο ποτάμι’’
Κυριακή 25 Αυγούστου 2019
Νυχτερινός επισκέπτης (της Μάρθας Κανάρη)
Αγάπησα τη ζωή… κι αυτή αγάπησε εμένα…
Κόντρα εγώ , κόντρα κι αυτή,
σ’ έναν ατέρμονο διάλογο πάθους και έντασης,
που κατέληγε πάντα φιλί με φιλί…
Ως το πρώτο και στερνό αγκάλιασμα εκείνων,
που αγαπήθηκαν τρελά
και υπήρξαν εραστές του απροσδόκητου και του μοιραίου…
Δεν ξέρω τι γυρεύει το φως του άλλου κόσμου
μέσα στα δειλινά μου…
Ήρθε απρόσκλητο και με θράσος
και δεν είχε καν τα κότσια να με ρωτήσει ,
εάν του επιτρέπω την είσοδο…
Στ αλήθεια δεν ξέρω τι γυρεύει…
Σκέφτομαι μόνο πως η νύχτα είναι κοντά...
και κάθε που νυχτώνει όλα ανακαλύπτουν
την αιτία της ύπαρξης τους,
δίνοντας νόημα στο σκοτάδι...
Μάρθα Κανάρη
Σάββατο 24 Αυγούστου 2019
Αυτό είναι ποίημα!! (της Σοφίας Τανακίδου)
Κι άγγιξε η ψυχή το χαρτί που έστεκε γυμνό και βουβό και φύσηξε θεϊκή πνοή πάνω του.
Με την ανάσα της σχηματίστηκαν τα γράμματα, κόκκινες κηλίδες στο λευκό του φόντο που αιμοραγούσαν λέξεις.
Κι όταν άδειασε ολάκερη η ψυχή στο χαρτί, ανάσα κι αίμα, όσοι διάβασαν την γραφή της είπαν...
Ναι, αυτό είναι ποίημα!!
Σοφία Τανακίδου
Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019
ΘΥΜΑΣΑΙ (της Ελένης Ταϊφυριανού)
Θυμάσαι εαυτέ μου;
Τις νύχτες τις ασέληνες
Στου πρώτου ερωτά μας τα νυχτέρια;
Πώς ζωγραφίζαν οι ανάσες μας
Ανάκατα πάνω στα σώματα,
Γλυκά γαλάζια καλοκαίρια...
Θυμάσαι εαυτέ μου;
Τις νύχτες των μεγάλων κεραυνών
Που άστραφτε απο θυμό ο ουρανός;
Πως λάμπανε τα μάτια μας
Στου έρωτα την ευλογία,
'Κείνει την ώρα των κρυμμένων στεναγμών...
Θυμάσαι εαυτέ μου;
Τις νύχτες που γελούσαμε
Και γέμιζε η κάμαρα γάργαρες ευωδίες;
Στα φύλλα πάνω της καρδιάς
Γράφαμε προσωπικές αφιερώσεις,
Συνθέτοντας του γέλιου μελωδίες...
Θυμάσαι εαυτέ μου;
Ας έτρεξε το δάκρυ μας νερό
Μέσα στης νιότης μας τ' αυλάκι.
Ας ζωγράφισε η πείρα χαρακιές
Πάνω στην καρδιά και το δέρμα...
Ξέρω πως κάπου εκεί στο βάθος...εαυτέ μου...
Έχεις κρυμμένα εκείνα τα όνειρα,
Και περιμένεις ένα άλικο χάραμα
Για να τα λεφτερώσεις...
Ελένη Ταϊφυριανού
Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019
Ζωή (της Χριστίνας Χριστοφή)
Ένα κλωνάρι φούλι, σημάδεψε τη νιότη μου.
Ένα τοσοδά κλωνάρι σ'ενα χρονοφαγωμένο τενεκέ,
κι όμως με την αυθάδική του ομορφιά να καθηλώνει τ'άτιμο
την ολόκληρη τη νιότη μου!
Κι εγώ να πιστεύω ψυχή και σώματι, η αφελής,
στη μαραμένη αιωνιότητά του.
Μα ουδόλως ευθύνεται για τη μοίρα του.
Όπως και για την ατόφια ομορφιά της ανάσας του.
Κοίταξε το φούλι το ταπεινό, το φιλήσυχο, να κορτάρει
με τ'ανέμου το φίλημα κι ώσπου να τ'ανασαίνω να χάνεται...
Χριστίνα Χριστοφή